.

.
.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Τάσος Λειβαδίτης (......ο ποιητής της πιό όμορφης ουτοπίας.... ο ένοχος μίας μεγάλης αθωότητας... ο αδέξιος θαυματοποιός που παίζει με όνειρα και εφιάλτες...την υπαρξιακή αγωνία....την ξενότητα του εαυτού... την αιχμαλωσία σε μια ζωή ερήμην.......)



Μάχη στην άκρη της νύχτας
(απόσπασμα του έργου του)

...πως θα ξαναπιστέψουμε στον κόσμο
τί ώρα να ναι;

...ας το μαρτυρήσει όποιος σωθεί
ο κόσμος απόψε ήτανε λάσπη
δός μου το χέρι σου.

...ένα καμιόνι με κουραμάνες
η μια δίπλα στην άλλη
δεν θα κρυώνουν
δός μου το χέρι σου.

...πικρή νύχτα
σαν την αδικία πικρή.

...ο ουρανός απόψε είναι τυφλός.

...πικρή νύχτα
σαν την ταπείνωση μικρή.

Eνας άνθρωπος καίγεται
ένας άνθρωπος φωτίζει την νύχτα...

...η ώρα η πιό βαθειά της νύχτας
που ξαναγινόμαστε άνθρωποι.

Για να ζήσουμε
πρέπει ν' αρνηθούμε
πως είναι νύχτα
ν' αρνηθούμε
πως θα ξημερώσει.

Kάποιος δείχνει με το δεκανίκι
αλλά δείχνει μακρυά.

Aγιο μίσος
δός μου το χέρι σου.

Oταν δε θέλεις να πεθάνεις
ξέρετε τί θα πεί
ζωή.

Mας κοίμιζε άλλοτε η μάνα μας
μ' ένα τραγούδι σιγανό
τί κάνατε το τραγούδι αυτό;

O κόσμος είναι για την ευτυχία.

...σαν μια παλάμη που πότε ζητιανεύει
και πότε σφίγγει σε γροθιά.



Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας
(απόσπασμα του έργου του)


Δώσ' μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.

Σ' όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.

  Aνάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους.


Tί θα  απογίνουμε,  αγαπημένη;

   ...μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πως να την  αγγίξω;


  Πως θ' άνοιγα μια πόρτα όταν δε θα 'τανε για να σε συναντήσω


πως να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θα 'ναι για να σε βρω.

  Ήταν σα να 'χε πεθάνει κι η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γη.


  Που είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε...


   ...ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι


και να σφίγγει το δικό σου χέρι.

Kι ήταν σα να 'χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.

   ...έτσι λέει ο Hλίας: "εγώ θα βρω τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα"


κι ας τού χουν κόψει και τα δυο του χέρια.

Kι έτσι κάθε βράδυ  η λάμπα έσβηνε τη μέρα μας.

 Kι όταν ήτανε να πεθάνουμε αυτοί μας μίλησαν για τη ζωή.


Tότε κι εμείς μπορέσαμε να πεθάνουμε.

Σ' εύρισκα,  αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.

  Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου


είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου

αγαπημένη μου.

Mα και τι να πει κανείς

όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου

τόσο μεγάλα.

Ύστερα ερχόταν η βροχή.

Mα έγραφα σ' όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομα σου

κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας. Kράταγα τα χέρια σου

κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη. Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,

στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη...

Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου

τότε που μου χαμογελούσες.

  Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.


Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη

και δεν κράταγες για τον εαυτό σου

παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.

Tο παιδί μας, Mαρία, θα πρέπει να μοιάζει με όλους τους

ανθρώπους

που δικαιώνουν τη ζωή.

Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε

φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε

φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του

παιδιού μας

φοβούνται τα χέρια σου, που ξέρουν ν' αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά...

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.

Kαι τότε

όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια

θα 'ναι δικά μας.

Θα 'θελα να φωνάξω τ' όνομά σου, αγάπη, μ' όλη μου τη δύναμη.

Nα το φωνάξω τόσο δυνατά

που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο

καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

Aφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν

στο ήρεμο ψωμί,

στα δίκαια χέρια,

στην αιώνια ελπίδα,

πώς θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου,

να 'χουμε πεθάνει...




Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου
(απόσπασμα του έργου του)

Παγωνιά

φυσάει στους έρημους δρόμους της πολιτείας

ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη

παρασέρνει τ' αποτσίγαρα τα σύννεφα τα χαρτιά

λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμους

φυσάει

φυσάει στις καμινάδες στις στέγες κάτω απ' τις γέφυρες

φυσάει μες απ' τ' αχαμνά σκέλια των κατάδικων που σουλα-

          τσάρουν στα προαύλια των φυλακών


φυσάει στις ματωμένες κοιλιές των γυναικών που γεννάνε 

          έξω απ' τις κλειστές πόρτες των νοσοκομείων


φυσάει στις παράγκες στα παραπήγματα στα καπηλειά

φυσάει κάτω απ' τα παλιά ανάχτορα

Μνημόσυνο για τους πεσόντες

Εξέδρες

τα ψηλά καπέλα των υπουργών

μονύελα

γάντια

ακριβές γούνες

οι φαντάροι στη γραμμή παρουσιάζουν όπλα

πίσω απ' τις ξιφολόγχες που γυαλίζουν

στριμώχνεται ο λαός

Φάτσες τετράγωνες ρυτιδωμένες

φάτσες μελανιασμένες απ' το κρύο μελανιασμένες απ' τις

          καπνιές


χοντρά δυνατά σαγώνια σαπισμένα δόντια

μάτια κάτω απ' τα  τσαλακωμένα κασκέτα

κόκκινα και βλοσυρά

Ανάπαυσον ο Θεός τους δούλους σου

αλληλούια

φυσάει

Ένας γέρος μισοκοιμάται 

ένας σοβατζής με τη φόρμα του χιονισμένη απ' ασβέστη

δεν υπάρχει διέξοδος

οι Σλάβοι μας απειλούν

ο πόλεμος

ησυχία ησυχία μιλάει ο κύριος υπουργός

ο πόλεμος

αλληλούια

φυσάει μες απ' τα δεκανίκια των σακάτηδων που χτυπάνε 

           τις πόρτες των πολιτειών


φυσάει μες στις κιθάρες των τυφλών που παίζουν στις γωνιές

           των δρόμων


φυσάει ανάμεσα στα κόκκαλα των νεκρών


Μια γυναίκα σφίγγει τρομαγμένη το παιδί της
εκείνο πονάει και μπήγει τις φωνές
….
Οι νεκροί
                  προχωράνε
                                           αμίλητοι
αναποδογυρίζουν τα καμιόνια αναποδογυρίζουν τα τάνκς
πατάνε πάνω στις ξιφολόγχες και τις σάλπιγγες

Επιτεθήτε
Οι χωριάτες αρπάζουν τα δικράνια τους και προχωράνε
ο άνεμος βουίζει μες στα στάχια βελάζουν τα μοσκάρια στις
           αυλές
ξύλα κι αξίνες ανεμίζουν στον αέρα
οι  δρόμοι αυτά τα πελώρια λαρύγγια του κόσμου
σφυροκοπάνε από κραυγές
ερχόμαστε
παραμερίστε
κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει με-
           γαλώνει


Μια απέραντη θέρμη απο χιλιάδες χνώτα
τα κεριά λυώνουν μονομιάς στο βάθος των εκκλησιών
τραντάζεται ο θόλος τ' ουρανού απ' τα μεγάλα καρδιοχτύπια
ερχόμαστε από πολύ μακριά
πηγαίνουμε πολύ μακριά
βαδίσαμε μες στη λάσπη και το αίμα
βαδίσαμε πάνω στα κόκκαλα των παιδιών μας
βαδίσαμε χιλιάδες χρόνια για νάρθουμε
φάτσες σημαδεμένες απ' τα οξέα και τις μπαλνταδιές του μέλ-
           λοντος
χέρια που παίζουνε σαν παιχνιδάκια τις βαρειές και την τύχη
           του κόσμου
ειρήνη


Σφυρίζουν τα τραίνα
μια μεγάλη βουή απ' όλα τα σημεία του ορίζοντα
χιλιάδες χέρια αδράχνουν και χτυπάνε τις καμπάνες
οι κουλοχέρηδες αρπάζουν με τα δόντια τους και τραβάνε τα
           σκοινιά
οι γυναίκες αρπάζουν τα μωρά τους και τα σηκώνουν ψηλά
           σαν λάβαρα
ο άνεμος φυσάει τα μαλλιά τους
ο άνεμος φυσάει και ξεδιπλώνει σαν σημαίες τα μαλλιά τους
θέλουμε να σπείρουμε
θέλουμε να υφάνουμε
θέλουμε να γεννήσουμε
ειρήνη
ειρήνη


Ο άνεμος σκίζει τα σύννεφα
και πάνω σ' αυτά τα κουρελιασμένα πλήθη
πέφτει ξαφνικά ένας καταράχτης φως
είμαστε εμείς που ζυμώνουμε και δεν έχουμε ψωμί
εμείς που βγάζουμε το κάρβουνο και κρυώνουμε
είμαστε εμείς που δεν έχουμε τίποτα
κι ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμο
ειρήνη
ειρήνη
είμαστε οι προλετάριοι


Σαν μια αστράπη το αύριο αυλακώνει τις πρωτεύουσες
οι πολιτείες φαρδαίνουνε σπρωγμένες απ' τους αγκώνες του
           πλήθους
οι περαστικές σκιές πέφτουν τραχειές πάνω στα μέγαρα σαν
           αξίνες
αυτός ο θόρυβος είναι ο σφυγμός ενός πελώριου πυρετού
- θάλεγες πως το ίδιο το μέλλον βαδίζει σήμερα


Οι τυφλοί πίσω απ' το σκοτάδι τους με τρεμέμενα ρουθούνια
μυρίζονται αυτόν τον ήλιο που πάει ν' ανατείλει
είμαστε εμείς που γκρεμιζόμαστε απ' τις σκαλωσιές
εμείς που μας θάβουν οι στοές των ορυχείων
εμείς που πέφτουμε ουρλιάζοντας μες τα λυωμένα μέταλλα
ειρήνη
ειρήνη
ο άνεμος που σας παρασέρνει απόψε
έρχεται απ' τα χνώτα μας και τα φυσερά μας


Χιλιάδες άνθρωποι προχωράνε
βλοσυροί
χοντροκομμένοι
βρώμικοι
μην πιστεύοντας στο Θεό
κουβαλώντας σαν ένα καινούργιο πελώριο Θεό
τη δύναμη τους
είμαστε εμείς που κλαίμε σ' όλες τις γωνιές του κόσμου
εμείς που βλαστημάμε όλα τα ιερά του κόσμου
είμαστε εμείς που τραγουδάμε σ' όλες τις γλώσσες του
           κόσμου
ειρήνη
ειρήνη


Προχωράνε απ' όλα τα σημεία της γης
με τις χοντρές πατούσες τους γκρεμίζοντας τα σύνορα
με τα σκληρά ροζασμένα χέρια τους σχεδιάζοντας πάνω στο
           κόκκινον ορίζοντα
τις φαρδειές χειρονομίες ενός καινούργιου πεπρωμένου


Και πίσω έρχεται ο άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος βουίζοντας
ειρήνη
ειρήνη




ε  ι  ρ  ή  ν  η





Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο
(απόσπασμα του έργου του)

 
Αδερφέ μου, σκοπέ
αδερφέ μου, σκοπέ
σ' ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι
σ' ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι
σ' ακούω που βήχεις μες στην παγωνιά
σε γνωρίζω, αδερφέ μου
και με γνωρίζεις.
Στοιχηματίζω ότι έχεις μια κοριτσίστικη φωτογραφία στην
τσέπη σου.
Στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πως έχεις μια
καρδιά.
Θυμάσαι;

 
Είχες κάποτε ένα τετράδιο ζωγραφισμένο χελιδόνια
είχα κάποτε ονειρευτεί να περπατήσουμε κοντά - κοντά
στο κούτελό σου ένα μικρό σημάδι απ' την σφεντόνα μου
στο μαντήλι μου φυλάω διπλωμένα τα δάκρυά σου
στην άκρη της αυλής μας έχουν ξεμείνει τα σκολιανά
παπούτσια σου
στον τοίχο του παλιού σπιτιού φέγγουν ακόμα
με κιμωλία γραμμένα τα παιδικά μας όνειρα.
Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των
υπουργείων
το βράδυ σταματάει στη γωνιά
κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ' το καρότσι του πατέρα μου
κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε
την ώρα που εσύ γεμίζεις τ' όπλο σου
κ' ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.
Βασίλεψαν τα πρωινά σου μάτια πίσω από ένα κράνος
άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μ' ένα σκληρό ντουφέκι
πεινάμε κ' οι δυο για ένα χαμόγελο
και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο.
Ακούω τώρα τις αρβύλες σου στο χιόνι
σε λίγο θα πας να κοιμηθείς
καληνύχτα, λυπημένε αδερφέ μου
αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα
σε συλλογίζομαι
καθώς θ' ακουμπήσεις τ' όπλα σου στη γωνιά θα ξαναγίνεις
ένα σπουργίτι.
Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου.
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θα' θελα να το λαβώσεις.


…..

Πιστεύω σε κείνον που χτίζει, κι αγεροκρέμεται μες στον ουρανό,
σαν Θεός, και κατευνάζει το χάος,
πιστεύω σε κείνον που θερίζει, και το δρεπάνι του κυματίζει ολόφωτο
σαν τα λαγόνια της αγαπημένης μου,
πιστεύω σε κείνον που αγαπάει, όπως πιστεύω και σε κείνον που μισεί,
πιστεύω σε κείνον που αμαρτάνει και ζητάει με δάκρυα να τον συγχωρέσουν
πιστεύω και σε κείνον που αμαρτάνει συγχωρνάει μοναχος τον εαυτό του
και προχωράει,
πιστεύω στη μέρα που σου δίνει τα πράγματα μες στο φως
πιστεύω και στη νύχτα που ξαναδίνει τα πράγματα μες στην καρδιά σου,
πιστεύω στο αλάτι και στο κάρβουνο, στις μέλισσες και τα παιδιά
πιστεύω στις πολιτείες, που η βουή τους, σαν τους ραψωδούς,
έξω απ' το παράθυρό σου, τραγουδάει την οδύσσεια της καθημερινότητας,
πιστεύω και στη σιωπή, τα βράδια, στους κάμπους,
όταν ακούς ν' αναστενάζουν από γήινη ευτυχία τα καρπούζια,
πιστεύω στους αντρείους, όπως πιστεύω και στους δειλούς,
και τρέχω μ' εκείνον που χυμάει στην έφοδο και πέφτει μες στις σφαίρες και το θρίαμβο,
και πέφτω κι εγώ μαζί του,
και φεύγω με κείνον που λιποτακτεί και κλαίει, και που είναι απ' όλους
περιφρονημένος - μα ζωντανός.
Και κλαίω κι εγώ μαζί του.
Η αφθονία της πίστης μου είναι ένας άλλος, έκτος, δίχως όνομα, ωκεανός,
που ταξιδεύω πάνω του
χωρίς χάρτες και τιμόνια, με μόνο την καρδιά για οδηγό,
γιατί η αγάπη πούχω μέσα μου μπορεί κι ένα ακυβέρνητο καράβι
να τ' οδηγήσει στο δρόμο το σωστό,
πιστεύω στα κατώφλια, στα γυμνά ποδάρια, στους σιδερένιους γερανούς και τα πορτοκάλια,
πιστεύω και στον ανθρωπάκο, στη γωνιά του δρόμου, που βγάζει το καπέλο του
και χαιρετάει ταπεινά, την ώρα που οι άλλοι τον σκουντάν και τον χλευάζουν.
Και δοξάζομαι κι εγώ μαζί του.
Πιστεύω στους μεγάλους εφευρέτες, τους ήρωες, τους ποιητές,
που αλλάζουνε, με μια χειρονομία, τη γεωγραφία και τα πεπρωμένα
πιστεύω και στα ταπεινά βόδια που σηκώνουνε στη ράχη τους,
σα δόξα, το αιώνια ανάλλαχτο κι ολοπόρφυρο δειλινό,
πιστεύω σε σας που κρατάτε ψηλά τις σημαίες και προχωράτε μες στον ενάντιο άνεμο,
πιστεύω και σε σένα που σηκώνεις σα σημαία την καρδιά σου,
και προχωράς μες στο ενάντιο πλήθος.
Πιστεύω στο άπειρο, μπορώ να κάθομαι ώρες και να διαβάζω τον ουρανό,
τα χείλη μου είναι βαρειά απ' την κερήθρα των άστρων
και συχνά έστειλα την ψυχή μου να παραθερίσει στο άγνωστο,
πιστεύω και στη γλυκειά ετούτη γη, γεμάτη μαχαιρώματα
και ζεστούς γυναικείους κόρφους,
πιστεύω στο χώμα, αυτό το χώμα που πατάω και που με καρτερεί
κει κάτω, μες στη σκοτεινιά, όπου σαλεύουν οι ρίζες,
κοιμούνται οι νεκροί, και τραγουδάνε κιόλας μεθυσμένα τ' αυριανά κρασιά,
πιστεύω και σε κείνα που δεν πιστεύω,




Αμήν


Συμφωνία αρ. Ι
(απόσπασμα του έργου του)

Ύστερα είδαμε πως δεν ήτανε πρόσωπα
μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…
σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου
καλούσε βοήθεια.

O ουρανός αμίλητος και σταχτύς
το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους.
Eίδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιώτων
την πικρή θέληση να ζήσουν!

Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις – έφυγε η ζωή.
οι φίλοι είχαν χαθεί
κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου…

…και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά
απο τους παλιούς λησμονημένους θεούς και τις παντοδύναμες
παιδικές ευπιστίες…

Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο
των αγέννητων παιδιών…
και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.




Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.

Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απο τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.


Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.

Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή
μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα…

Mεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους
οχετούς.

Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα
απ’ το βάθος των περασμένων.

…Θέ μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Xριστουγέννων…

Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.

Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν τό χαμόγελό σου…

Η πλατεία θα μείνει έρημη
σα μια ζωή που όλα τάδωσε, κι όταν ζήτησε κι αυτή
λίγη επιείκεια
της την αρνήθηκαν.

Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πιά
να μας προδώσουν…

Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε
μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Ή
ένα θάνατο
για τη ζωή των άλλων…

[Απόσπάσματα]


Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια
(απόσπασμα του έργου του)

...γι αυτό και μέσα σε κάθε ζωή υπάρχει πάντα κάτι πιo βαθύ

απ' τον εαυτό της - η ζωή των άλλων.

...η μοναξιά είναι τόσο απέραντη

ώστε έρχονται δυο - δυο για να την υπομείνουν.

Στα πρόσωπά τους οι βαθιές ρυτίδες

είναι τ' αυλάκια που κυλάει ο χρόνος

πέφτοντας αθόρυβα

στην αιωνιότητα.

...κι είναι περίεργο πόσο ψεύτικα φαίνονται καμιά φορά

τα πιo αληθινά πράγματα...

Ήθελε να ζήσει

και δεν υπάρχει άλλος τρόπος ζωής, έξω απ' τη ματαιοδοξία.

Δεν ήξερε,

πως το κλειδί της φυλακής του καθένας το κρατάει στην τσέπη του...

Γιατί οι γυναίκες έχουν προαιώνιους,

μυστικούς δεσμούς με το αίμα

αίμα της ήβης, αίμα της παρθενιάς, αίμα της γέννησης...

...οι πράξεις τρέχουν αίμα

απ' τη δειλία αποκεφαλισμένες...

...αίμα για να γεννηθείς,

αίμα για να πεθάνεις

βαθύ, σα θαύμα, ανθρώπινο αίμα.

...σε τούτο το πανάθλιο ξενοδοχείο

γινόταν το πανάρχαιο μυστήριο της τιμωρίας και της συγχώρεσης...

Γιατί η ζωή είναι ατελείωτη και μπορεί κανείς να ξαναρχίσει

και δυο φορές - να ξαναρχίζει κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή...

Kι είσαι ξέχειλος από ανθρώπινα πεπρωμένα.

...ένα καινούργιο ζευγάρι ανεβαίνει κιόλας τη σκάλα

έτοιμο να ριψοκινδυνέψει την ψυχή του στη μεγάλη

αβεβαιότητα του έρωτα.

Kαι πέρα στο βάθος απλώνεται η πόλη απέραντη, πολύβουη,

κατάφωτη, αμφιθεατρική, σαν ένα αρχαίο, γιγάντιο

στάδιο

όπου οι δειλοί δεν έχουν θέση.

Kι α, ποια άλλη, αλήθεια, πιο απροσμέτρητη λεηλασία

υπάρχει της απρόσιτης αιωνιότητας,

απ' το τραγούδι.

"Aύριο", λες,

και μέσα σ' αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο

το πελώριο ποτέ.

...τους μιλούσε για την ελπίδα και το μέλλον - κι άλλες

τέτοιες βλασφήμιες.

Kαι τ' όνομά του ήταν μεγάλο, σαν οποιοδήποτε

ανθρώπινο όνομα.

Mια ζωή, αλήθεια, μπορεί να τελειώσει στη μέση, μια

άλλη να μην αρχίσει ποτέ...

A, ναι, με τούτο το μικρό κλειδί κει πάνω στο κομοδίνο

τα κορίτσια κλειδώνουν κάθε βράδυ τις εισπράξεις και

τη μνήμη τους

για να μπορούν να ζουν.

Kαι μόνο εκείνη η γυναίκα, θάρθει η αναπότρεπτη ώρα,

μια νύχτα, που θα νιώσει με τρόμο ξαφνικά,

πως στέρησε τον εαυτό της απ' την πιο βαθειά, την πιο μεγάλη ερωτική πράξη

μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.

...κι απ' όλα πιό χειρότερο, όταν όχι η ελπίδα πια, μα κι

αυτός ο ίδιος ο πόνος σου σ' αφήνει.

Kι όπως αργά, μεσάνυχτα, γυρίζαμε στα σπίτια μας

τρεκλίζοντας, δεν ήμασταν μεθυσμένοι. Γυρίζαμε

βαρειοί απ' αλήθειες.

Mα να,

που όπως ύστερ' από καιρό μπαίνει κανείς στο σπίτι που του λήστεψαν, ανοίγουμε δακρύζοντας και

μπαίνουμε

στην Iστορία.

Mα πιο πολύ νοιώσαμε την αδυναμία που κρύβεται

πίσω απ' την κακία.

...είπαμε ψέματα από φόβο

κι ύστερα είπαμε ψέματα, έτσι, απο συνήθεια.

Ή κάποτε είπαμε και την αλήθεια, μα δε μας πίστεψαν.

...σ' αναζητάω

σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας

σ' ένα σπίτι πού ‘πιασε φωτιά.

Kι ο άνεργος που γυρίζει αργά, για να χουν όλοι κοιμηθεί

στο σπίτι...

...να λιχνίζει κι ο κίνδυνος την ψυχή μας και να μένει ότι

πιο άγιο και καθαρό.

...νύχτες υψωμένες ως το άπειρο, κι ακόμα ψηλότερα, ως

τον εαυτό μας,

ωριμάζοντας το απίθανο και το οριστικό.

Ήρεμος και απόμακρος, σα μια πράξη που έγινε

και την ακολουθεί η σιωπή.

...αν η καλοσύνη είναι το χέρι του Θεού πάνω απ' τον κόσμο,

η δικαιοσύνη είναι το πρόσωπο του μεγάλου ανθρώπινου πλήθους

μέσα μας.

Γιατί ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος, σ' ανασηκώνει

πάνω απ' τον εαυτό σου...

Kαι τότε καταλαβαίνεις

τους πόνους του απείρου

όταν κοιλοπονούσε τον κόσμο. Kαι τους πόνους της γής

για να γεννήσει ένα στάχυ. Ή τους πόνους ολόκληρης

της αιωνιότητας, για να γεννηθεί κάποτε

ένα τραγούδι.

Kαι μέσα στη φωνή μας τρέμαν όλοι οι αιώνιοι χωρισμοί.

...μη μας στερήσεις ποτέ, ω άγια, γλυκειά ζωή

την αγάπη μας για σένα!

Mα τα χέρια τους είναι τυφλά,

σακατεμένα απ' το βάρος όλων αυτών

που δεν έδωσαν.

...άνθρωποι μικρόψυχοι μέσα στις αρετές τους, κι άλλοι

εξαγνισμένοι απ' τις πελώριες αμαρτίες τους.

...κι ο κάθε πόνος μας είναι μια μυστική, πικρή επιστροφή

στην άγια ταπεινότητα των απλών πραγμάτων...

Δικές μας απαιτήσεις απ' τους άλλους,

ενώ μαντεύαμε κι εκείνων τη μικρότητα

και τη δική μας υστεροβουλία.

Λόγια που τα προμελετήσαμε, μα που όταν

ήρθε η ώρα

δώσαν τη θέση τους σε μια δειλή σιωπή...

...που να πας τότε; πού θα κρυφτείς! Tι την έκανες

την ανεπανάληπτη ζωή σου;

Γιατί στο βάθος, μας βασανίζει ανελέητα η απόγνωση

να χουμε κάτι ολότελα δικό μας...

...κι ο εγωισμός,

είναι κι αυτός ένας απελπισμένος τρόπος

να υπάρξεις.

Mα όστις απωλέσει την ψυχήν αυτού, με τι θέλει

την αντικαταστήσει;

Ω μάνα, Γη!

H σημαία μας είναι αγέρωχη σαν τα φέρετρα

η σημαία μας είναι αναμάρτητη σαν τις μητέρες

η σημαία μας είναι σκληρή σαν το Θεό.

Nάσαι τόσο πρόσκαιρος,

και να κάνεις όνειρα

τόσο αιώνια!


Καντάτα
(απόσπασμα του έργου του)

Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
— ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.



Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ‘ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.

25η ραψωδία της Οδύσσειας
(απόσπασμα του έργου του)

 «Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,
ἴσχεο, παῦε δὲ νεῖκος ὁμοιί̈ου πολέμοιο,
μή πως τοι Κρονίδης κεχολώσεται εὐρύοπα Ζεύς»
ὣς φάτ᾿ Ἀθηναίη, ὁ δ᾿ ἐπείθετο, χαῖρε δὲ θυμῷ.
ὅρκια δ᾿ αὖ κατόπισθε μετ᾿ ἀμφοτέροισιν ἔθηκεν
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν.
Ομήρου Οδύσσεια, ω

Αηδίες—ο χρόνος έγινε για να κυλάει,
οι έρωτες για να τελειώνουν,
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο με το μεγάλο διασκελισμό ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
……………………μπορεί να με προφτάσει,
ό,τι ζήσαμε
…………χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμμιά φορά,
……………………τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό τ’ αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,
…………όσα δε ζήσαμε

……………………αυτά μας ανήκουν

Ποίηση
(απόσπασμα του έργου του)

Ο Άλλος

Το σχέδιο ήταν προετοιμασμένο από καιρό, το πιστόλι αγορασμένο – θα τον σκότωνε οπωσδήποτε. Ένα γράμμα, όχι επεξηγηματικό, μα σχεδόν, χαιρέκακο γι αυτόν τον τιποτένιο, που, χρόνια τώρα εξουσίαζε τη ζωή μου. Πώς άρχισε, μου ήταν αδύνατο να θυμηθώ, ο Άλλος, τόσο γλυκομίλητος στην αρχή, τα μάτια του μεγάλα κι έκπληχτα, σχεδόν ποιητικά. Κι όμως σε λίγο, θάδειχνε το αληθινό του πρόσωπο, διεστραμμένος ως το κόκκαλο, μ’ έσπρωξε μια νύχτα στου πιο αγαπημένου φίλου τη γυναίκα, χρησιμοποιούσε τρόπους σατανικούς, όλες οι ραδιουργίες του ήσαν γνωστές, φώλιαζε μέσα μου τον φθόνο, ή την τύψη για εγκλήματα που δεν είχα κάνει, θυμάμαι, μάλιστα, παιδί, που ο Άλλος μ’ έβαζε να κλέβω τα βιβλία των συμμαθητών μου, έτσι, μόνο και μόνο για να ταπεινώνομαι απ’ την ντροπή. Δεν υπήρχε σκέψη ποταπή που να μην την έχωνε, με ηδονή, σαν ένα μαχαίρι, μέσα στο μυαλό μου. Μούστελνε όνειρα φριχτά: την πεθαμένη μητέρα μου γυμνή, με παγίδευε σε καταστάσεις αλλόκοτες, να θέλω νάμαι βασιλιάς, κι ύστερα να βγαίνω απ’ τις ονειροπολήσεις, πραγματικά σαν ένας βασιλιάς που τάχασε όλα ξαφνικά. Μ’ έβαζε να χτυπάω τις πόρνες, να δειλιάζω στο πολύ φως, το γέλιο ενός ανθρώπου στην γωνιά του δρόμου, μ’ έκανε, με μια ακρίβεια μαθηματική, να το νοιώθω σα δική μου προσβολή. Κι ενώ τόσο φοβόμουνα τους άλλους, μ’ έσπρωχνε να εξομολογιέμαι τα ακατανόμαστα της ψυχής. Κι όταν αυτό δεν τούφτανε, μ’ έριχνε στα πόδια τους, να τους ζητάω να με συχωρέσουν. «Λυπήσου με» φώναζα καμμιά φορά τις νύχτες, μα ο Άλλος, με τη διαβολική σιωπή του, μ’ άφηνε να κλαίω ώρες, για δόξες που δεν ήρθαν, για θυσίες που δεν μπόρεσα, ή μ’ ένα χαρτοκόπτη να βγάζω τα μάτια φανταστικών γυναικών. Κι άλλοτε μ’ έστελνε στο ανοιχτό παράθυρο μ’ έναν ίλιγγο ηδονικό – μόλις κατόρθωνα, την τελευταία στιγμή να κρατηθώ απ’ το περβάζι. Μα τι ήθελε λοιπόν; Γιατί μ’ έβαζε αλύπητα να ντροπιάζω τον εαυτό μου; Τι είχε να κερδίσει; Μια νύχτα, μάλιστα, νύχτα τρομαχτική, πριν λίγες μέρες η αγαπημένη μου είχε για πάντα φύγει, ο Άλλος, με την εγκληματική του ιδιοφυΐα, βρήκε έναν καινούργιο τρόπο: μ’ έβαλε να γδυθώ και να φορέσω τα εσώρουχα της, κι εκεί μες στο μισόφωτο, να φαντάζομαι πως είμαι εκείνη, να θέλω απεγνωσμένα να γίνω εκείνη – για να υπάρξει λίγο ακόμα, εδώ, μέσα σ’ αυτήν την κάμαρα πούχαμε ζήσει μιαν ατέλειωτη ευτυχία. Δεν έλειπε παρά ο φόνος. Ώσπου άρχισε να τον σταλάζει ακατανίκητα κι εκείνον μέσα μου. «Το αίμα είναι μια ηδονή, σαν το αλκοόλ», μούλεγε σιγανά, «ένα σώμα νεκρό είναι κάτι δικό σου – και δικό σου, ηλίθιε, δεν είχες τίποτα, ποτέ». Τότε, κατάλαβα μονομιάς, ότι για πρώτη φορά, ο Άλλος θάταν ο χαμένος, εδώ είχε ξεγελαστεί, τον κρατούσα πια. Αγόρασα το πιστόλι, κι έτοιμος από καιρό, τον περιμένω. Δεν μπορεί να μου ξεφύγει: το κλειδί του σπιτιού του είναι μες στην τσέπη μου, και το πρόσωπο του μες στο πρόσωπό μου.



--

Εκείνο

Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκερο

η νοσταλγία του ανέκφραστου – σαν τη θολή, αόριστη ανάμνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού,

πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,

μια μέρα μακρινή, λιόλουστη – και θέλεις να τη θυμηθείς

κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου

γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.

Ή ίσως κι από δάκρυα.



--

Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει.

Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,

φιμωμένο και γιγάντιο, Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.

--

Γέγραπται

--

Περπατούσαμε φλυαρώντας μες στη μεγάλη φωτισμένη νύχτα,

όταν θέλοντας, για μια στιγμή, να φτιάξεις τα μαλλιά σου

σταμάτησες και κοιτάχτηκες σε μια βιτρίνα.

Ήταν ένα γραφείο κηδειών. Γελάσαμε.

--

Κι όμως, μένει για πάντα πια από τότε πάνω στα μαλλιά σου

αυτή η ωχρή, αμείλιχτη ανταύγεια απ’ τα παλιά, πολυκαιρισμένα φέρετρα.

--

Ποίημα


Θυμάμαι όταν βγήκα απ’ τη φυλακή. Το κουρεμένο κεφάλι μου στρογγυλό κι άδειο σαν την υδρόγειο. «Όχι, δεν πειράζει» έλεγα στους φίλους που με προσκαλούσαν στο τραπέζι τους, ενώ την ίδια ώρα, άρπαζα κρυφά μια φούχτα κόλλυβα, απόνα πιάτο ακουμπισμένο στη ραπτομηχανή. Που βέβαια, τάτρωγα ύστερα, στην τουαλέτα. Έτσι χόρτασα τη ζωή μου: με νεκρούς, ταπεινώσεις, ποιήματα, χρονολογίες από παλιές καταστροφές κι οράματα από αυριανές επαναστάσεις. Και συχνά, για να εκδικηθώ τους άλλους, πούχαν τη βλακεία να πιστεύουνε σε μένα, έκανα διάφορες ποταπότητες και προστυχιές: δεν επέστρεφα τα χρέη μου, έκλαιγα μπροστά στους άλλους ή μιλούσα ατελείωτα στις κομματικές συγκεντρώσεις. Γιατί, αλήθεια, ξέχασα να πω, ότι από καιρό τώρα ήμουνα δοσμένος σε μια μεγάλη υπόθεση – τόσο μεγάλη θε μου, που νάχει τόπο ακόμα και για τους πιο ηλίθιους. Δεν μπορώ όμως να μην ομολογήσω, πως οι άνθρωποι μου πρόσφεραν πολλά: απιστίες οι γυναίκες, συμβουλές οι τρελλοί, απίθανα όνειρα οι σύντροφοι, κάπως βέβαια όλα αυτά φθαρμένα απ’ τη χρήση και το χρόνο. Μα η απληστία μου, σαν ένα πελώριο κύμα, τάλουζε όλα, και τα ξανάβρισκα σα μόλις κομμένα από τον κόρφο του Θεού. Κι οι μέρες μου, θριαμβευτικές, στηρίζαν τον υπέροχο, στέρεο αγκώνα τους πάνω στο νερό της ματαιότητας. Τέλος, για να μην τα πολυλογώ, αφού έζησα όλο το μαρτύριο της ελπίδας, έφτασα στο πιο απάνθρωπο έγκλημα: να πιστέψω στους ανθρώπους.

--

Τότε, λοιπόν, γιατί απαγορεύεται σ’ έναν επαναστάτη, ν’ αυτοκτονήσει.



1949 μ. Χ.


Την νύχτα εκείνη που τραυματίστηκα

η επανάσταση πέρναγε τις πιο κρίσιμες ώρες της.

Ο εχθρός προχωρούσε, είχαμε ανάγκη από στρατό,

δεν έπρεπε να πεθάνω. Δέχτηκα, λοιπόν,

να μου αλλάξουν το κεφάλι, που ήταν κόσκινο απ’ τις σφαίρες

μ’ ένα σιδερένιο, που μου το βίδωσε στους ώμους

ένας ψηλός ξερακιανός γιατρός, που επαναλάμβανε αδιάκοπα:

«Θαυμάσια, όλα πάνε θαυμάσια».

Τ’ άλλο πρωί ξανάφυγα για τη μονάδα μου.

--

Βέβαια, όπως είναι γνωστό, οι προδοσίες και τα λάθη

τσάκισαν την επανάσταση. Ήμουν εικοσιεφτά χρονών.

--

Μητρότητα



Την έβλεπε συχνά στον ύπνο του, (εδώ και χρόνια, πεθαμένη μου μητέρα),

και πάντα το παράξενο εκείνο όνειρο: το μισοσκότεινο δωμάτιο,

όπως τότε, οι σιγανές κουβέντες πλάι στο φέρετρο, κι οι φλόγες των κεριών που τρέμαν

καθώς από την ανοιγμένη πόρτα έμπαινε αθόρυβα

η μεγάλη νύχτα. Όλα τα ίδια. Μόνο Εκείνη

δεν ήταν η ίδια (α, μητέρα) – θέλω να πω δεν ήταν πια μονάχη, μα δίπλα της, σ’ ένα άλλο φέρετρο,

ξανά εκείνη, το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο

πεθαμένο δυο φορές, τα ίδια εκείνα χέρια που όλα τα συγχωρούσαν, σταυρωμένα

δυο φορές, δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα –

λες κι η απέραντη, πλημμυρισμένη της μητρότητα

που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές

να μην χωρούσε τώρα μόνο

σ’ ένα θάνατο.



Τέχνη


Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται και να σβήνουν,

και μ’ όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα

γι αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα ιδανικά, μετά τ’ απαρνήθηκα,

και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,

και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους φτωχούς,

είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,

θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,

συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που έφτυσα

έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον αργά, ότι είσαι ένας άλλος

από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ’ όνομα μου

για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού πάνω μου –

κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Τις νύχτες έκλαψα,

συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ’ αυτόν τον δαίμονα μέσα μου

που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις, τα πιο καθάρια μου όνειρα

και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ, χρέη, εξευτελισμούς,

και πείναγε. Βούλιαξα σε μικροζητήματα

φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,

έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,

χωρίς κανείς να μου το ζητήσει

έκοψα μικρά-μικρά κομμάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα στα σκυλιά.

--

Τώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια μπορώ να γράψω


ένα στίχο, αληθινό.

Οι τελευταίοι
(απόσπασμα του έργου του)

 

Nύχτα. Κι οι δυο σκιές, εκεί, στο ερημωμένο οικόπεδο
σαν δυο μικρά έντομα πιασμένα,
στην πελώρια αράχνη του φεγγαριού.

Κάθε τόσο ακουγόταν πυροβολισμοί στο βάθος.
-Μα δε βλέπεις, χαθήκαν όλα. Φύγε! Είπε εκείνη.
Ο άντρας φόρεσε το κράνος του. Δε μίλησε.
-Λυπήσου τη ζωή σου, του ξανάπε. Σ’ αγαπώ!
Και πάλι ο άντρας δε μίλησε.
Τη φίλησε βιαστικά και χάθηκε μες στο σκοτάδι.
Πολεμούσε.

Τον ξαναντάμωσα έπειτα από χρόνια.
Έβγαινε με τα χέρια στις τσέπες από να σφαιριστήριο.
Με γνώρισε.
«Παρά λίγο να σκοτωθώ τότε» είπε
«Τώρα πάνω σ αυτά τα ξύλινα ανθρώπινα ομοιώματα
προσπαθώ να σκοτώσω ότι απόμεινε από μένα.» Γέλασε...
Κι ύστερα μ έναν άλλο τόνο-σχεδόν εκδικητικό:
«Μου δίνεις πενήντα δραχμές;;; ξέρεις,
έχω δυο χρόνια να κοιμηθώ με γυναίκα.»

Και θυμήθηκα εκείνη τη ραγισμένη φωνή
μέσα στην παγωνιά του φεγγαριού..
«Λυπήσου τη ζωή σου. Σ' αγαπώ !!!»
Και πέφταν πυροβολισμοί και δε μας σκότωναν...

Ο διάβολος με το κηροπήγιο
(απόσπασμα του έργου του)

Καμιά φορά εκεί που μιλάω, λύνομαι, ξαφνικά, στα γέλια
γιατί εγώ πέθανα δώδεκα χρονών. Θυμάμαι, με λεπτομέρειες, την κηδεία,
ο πατέρας έπινε, η μητέρα θρηνούσε, ο μεγάλος αδερφός είχε πάει στον
κινηματογράφο
κι εγώ, κακομοιριασμένος, μες στο φέρετρό μου, συλλογιζόμουν το βρα-
δινό οικογενειακό συμβούλιο
και την άσεμνη στάση που μας είχαν βρει με τoν ξάδερφό μου.

Γι' αυτό, σας λέω, να μπορούσε να σηκώσει κανείς, μια νύχτα, όλη τη λη-
σμονιά
απ' τα φτωχά καπέλλα, να ζήσει τρώγοντας τις γάζες στους παλιούς
σταθμούς,
να φτιάξει μια πολυθρόνα για τα εγκαταλελειμμένα μήλα,
ή να κλάψει τόσο που να κουδουνίσει, ξανά, το μικρό ρολογάδικο του παππού - και πες στους φίλους μας
που έχασαν την αιωνιότητα, μονάχα εκείνοι που έπαψαν να τη θυμούνται...

Τώρα, οι κρεμασμένοι ανεβαίνουν με το ασανσέρ, κανείς δεν τους προσέ-
χει, κι η γριά ψαρεύει μες στις φακές της
παλιούς πνιγμένους. Και, καμμιά φορά, κάποιος αργοπορημένος, τη
νύχτα, βλεπει μέσα σ' ένα ξεκοιλιασμένο σκυλί
τις περγαμηνές με τους τίτλους μας.   E'

  ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ, Κύριε, να μιλώ, στερεωμένος με σύρματα μέσα στην τεφροδόχη, να παραδίνομαι χωρίς να μου το ζητούν. Και μόνο οι νεκροί μπορούν ν’ αντέξουν τόση αφθονία πραγμάτων αφού πια δεν τα χρειάζονται – βήχοντας από φθόνο, με μισό πανωφόρι, καφετί, σαν τα τραίνα της θείας Ελένης, τις νύχτες ακούγαμε τις πυροσβεστικές αντλίες που έτρεχαν δαιμονισμένα, πολλοί είχαν μαγκωθεί ανάμεσα σε τόσα απλά πράγματα και πέθαιναν αβοήθητοι, άλλοι είχαν καρατομηθεί καθώς έσκυβαν να βρούνε τα παπούτσια τους έναν ολόκληρο χρόνο, μάλιστα, ήμουν ανήσυχος για μια φτωχή αλατιέρα, μαύρη απ’ τη λίγδα ή τα κακά προαισθήματα, «τι να κάνουμε, Ιλιούσα», λέω, και ρίχνω ένα σάλι στους ώμους μου, τάχα πως δεν έγινε κανένα έγκλημα εδώ, τόσο μοναχός ώστε ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να βγάλω απ’ την τσέπη μου τέσσερις ή δώδεκα άμαξες, τόσο άγνωστος για να με βρουν και να μου τις πάρουν πίσω.


Φορτηγά γεμάτα καταδίκους διάβαιναν τραντάζοντας τη γέφυρα, γεγονότα παλιά ξεχασμένα στέκονταν στις γωνιές, σαν τους μονόφθαλμους έξω απ’ τα φαρμακεία – ποιος πρόδωσε; ποιος μπήκε στο λεωφορείο; ποιος δεν ξέχασε! Όλα συγκεχυμένα, με μόνο τον αλέκτορα να θυμάται κάθε πρωί την καταστροφή που αρχίζει. Κι όταν με φωνάζουν, γυρίζω απλώς από κακία διαιωνίζοντας την ψευδαίσθησή τους.

Θυμάμαι, μια νύχτα, περπατούσα στους έρημους δρόμους – φυσικά, όλα τέλειωσαν στο αστυνομικό τμήμα, παρ’ όλο το κρύο, γιατί στο κακόβουλο εστιατόριο που μπήκα να πιω μια ζεστή σούπα, όταν ήρθε η στιγμή να πληρώσω, έβγαλα απ’ την τσέπη μου την άδεια κουβαρίστρα της μητέρας – ενώ έπρεπε να μου δώσουν και ρέστα οι άθλιοι!

Παλιοί καλοί μου σύντροφοι, θαμμένοι πρόχειρα, σαν να ‘ταν να τη βγάλει κανείς για ένα βράδυ, ο Ηλίας «ο νερόβραστος», ο Θωμάς με την κλεμμένη γούνα κι ο δύστυχος ο «Αμήν», θρησκόληπτος, όταν ξεψύχησε, κάτσαμε πλάι του, το παντελόνι του φούσκωνε απ’ τη βαριά βουβωνοκήλη, ο δύστυχος ο Αμήν είχε να δει γυναίκα απ’ τον καιρό των πρωτοπλάστων – σύντροφοι καλοί μου, φύγατε τόσο απλά, σαν τον αγράμματο χωρικό που λέει ένα ακατάληπτο Πάτερ ημών κι όμως ο καπνός ανεβαίνει.


Η αληθινή ζωή μας, σκέφτομαι καμιά φορά, παίζεται πίσω απ’ τον τοίχο και το έγκλημα ήταν από καιρό προμελετημένο – δεν έλειπε ούτε η υπόσχεση, ούτε ο χλωμός νοικάρης, ούτε ο άφωνος δρόμος με τα κλειστά μαγαζιά, δυστυχισμένος κόσμος, δε θα μάθει ποτέ τι έγραφε αυτή η πανάρχαια χαμένη σφραγίδα και πως μια ομπρέλα είναι κι εκείνη ένα φάντασμα που δε συγχωρεί.

Φίλοι μου, που νύχτες ολάκερες μιλούσαμε για τις τύχες του κόσμου, ανάμεσα στις μικρές παύσεις της συνομιλίας μας ήταν, ίσως, ό,τι κληροδοτήσαμε στους άλλους – ακατόρθωτο για να επιζήσει, και τόσο οικείο ώστε να προσπερνάς χωρίς να το βλέπεις, σχεδόν.

Έτσι πέρασαν πολλά χρόνια. Οι άρρωστοι περίμεναν ν’ ανοίξει το παλιό ξυλουργείο, εγώ προτιμούσα ν’ ανεβαίνω στη σοφίτα, εκεί έμενε ο τυφλός με τους σπάγκους ενώ κάτω οι ένοικοι φαντάζονταν πως ζουν. «Θα σου καθίσω», έλεγε η άσχημη γυναίκα, «αλλά βάλε μου μια πετσέτα στο πρόσωπο», σκοτεινή, αδιαπέραστη, υγρή όλη από πάνω ως κάτω σαν ένα μεγάλο νόημα, κι όταν ο Χρυσόστομος βρόμισε απ’ τη γάγγραινα, εκείνη στάθηκε στην πόρτα κι έδιωχνε τα σκυλιά – μια νύχτα, μάλιστα, αλλά τι να τους απαντήσεις, «ληστές», φώναξα, κόσμος πηγαινόρχονταν, έκλαιγαν ή έβαζαν στοιχήματα αφού υπάρχει πάντα ένα μαύρο άλογο εκεί που δε βλέπεις τίποτα, και το αλκοόλ έχει κι εκείνο την πέτρινη φτερούγα του.


Α, ήταν μεγάλες εκείνες οι μέρες, τα πλήθη τρέχανε στους δρόμους, η εξέγερση έριχνε πάνω απ’ την πόλη μια σκάλα, σαν την προσευχή, μέρες σαν ένας λαός από κεριά σκορπισμένα κάτω στην άσφαλτο κι εμείς που ζήσαμε δεν έχουμε τώρα τα σπίρτα παρά μόνο για τα τσιγάρα μας.


Θυμάμαι εκείνον τον φτωχό ανθρωπάκο στη γωνιά, κρατούσε ένα πτυελοδοχείο πάνω στο πρόσωπό του για να πηγαίνει άδολος κι οι υπνοβάτες περπατούν στην άκρη της στέγης, χωρίς να πέφτουν, αφού άλλος κρατάει το λογαριασμό. Σαν τα πουλιά που είναι εχέμυθα για να μας σκοτώνουν καλύτερα.

Όλα τόσο απίθανα, Θεέ μου: σαν μια πέτρα δίχως μυστήριο ή σαν αυτόν που ξαναβρίσκει το χαμένο νόμισμα μες στον σπαταλημένο καιρό. Οι ταξιδιώτες κρατούν λίγα λουλούδια στις βιαστικές κηδείες των σταθμών, ενώ οι ζητιάνοι τρέχουν, για λίγες δεκάρες, πίσω από ξεχειλισμένα ρούχα. Ω, αν είχα δικό μου ένα μόνο τηλεφωνικό θάλαμο ή μια πιο καθαρή οδοντοστοιχία, ίσως τότε πολλά εγκλήματα θα ‘χαν αποφευχθεί, ή έστω επισημανθεί εγκαίρως. Τ’ άλλα θα μείνουν άγνωστα – σαν ένα άξαφνο κουδούνισμα από κάποιον που ‘χει κιόλας απομακρυνθεί μια μυρωδιά θαμπή που χάθηκε πριν προλάβεις να θυμηθείς, λίγος αχνός απ’ το παιδικό τσάι που τόσες θεομηνίες δεν μπόρεσαν να τον σκορπίσουν ακόμα.


Ω, αν είχα τη δύναμη, θα έφτιαχνα ένα χέρι στο δρόμο για τους τυφλούς ή εύκολα αινίγματα για τους κουρασμένους, θα έφτιαχνα ένα φλύαρο κοιμητήρι που να μας διηγιέται το βράδυ τα παλιά ή θ’ αέριζα τα σεντόνια όπως σ’ ένα ναυάγιο. Είμαι, λοιπόν, ξεγραμμένος σαν το θαύμα που κάνει ακόμα πιο αβέβαιη τη ζωή…

Ανακάλυψη
(απόσπασμα του έργου του)

Σε μια γυναίκα  Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω
……στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες

Κανείς δεν είναι μόνος    «Ήρθα», έλεγες πάντα μπαίνοντας στο δωμάτιο, παρ’ όλο που δεν
……σε περίμενε κανείς.
Όμως ακριβώς αυτό σου έδινε μια βαθύτερη απάντηση. 


Ο επίλογος
Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δε μου αποκρίθηκαν
κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο η εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα εξηγηθούν,
……χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν — όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια αναποδογυρισμένα,
……η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
……και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε, με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε
και κανείς δεν είδε το έγκλημα — αφού το τέλειο έγκλημα έγινε
……εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί. Όμως εγώ υπήρξα ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοίγει την ομπρέλα του σε καιρούς ξηρασίας (ίσως γιατί δε θέλει να ξεχάσει),
……ή κάποιον που ντύνεται γυναίκα για να πει ένα ψέμα ακόμα παιδικό --
μη μ’ αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να υπερασπίσω τον κόσμο
……ή θυμόμουν τα χέρια της μητέρας καθώς έβαζαν τη σκούπα πίσω απ’ τη χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ίσως κάτι πιο μακρινό,
……ενώ το κοιμητήρι, αντίκρυ, θρόιζε απαλά, σαν το σύντομο επίλογο ενός μυστηρίου.

Επιστροφή απ’ το φαρμακείο

Συνέβη χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς — η μητέρα είχε πονοκέφαλο,
……θυμάμαι, και μ’ έστειλαν στο φαρμακείο,
στο γυρισμό, είναι η αλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα έναν γέρο,
……τρόμαξα με μια πέτρα δυο πουλιά
κι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμο
ούτε σπίτι, ούτε νεότητα πια
  Απαγορεύεται η έξοδος


Νύχτα. Μονάχα τ’ άστρα. Και πέρα το βάθος του ολάνοιχτου ορίζοντα--
εκεί που πάνε οι άνθρωποι χωρίς τα ονόματά τους.

Εγχειρίδιο ευθανασίας
(απόσπασμα του έργου του)

Απόδραση
Πολλοί
αναρωτιούνται γιατί ήμουν κάποτε αλλιώς.
Άλλοι
αναζητάν να βρουν γιατί είμαι έτσι σήμερα.
Ποιός
είμαι ή ποιός ήμουν;
Αναζητήσεις
δίχως σημασία.
Το
κέρδος είναι ότι τους ξέφευγα διαρκώς.


Bιβλίο ασκήσεων
Την
πρώτη φορά που ενέδωσα,
σκέφτηκα
ύστερα απελπισμένος να
πάω να πνιγώ.
Τη
δεύτερη φορά μου αρκούσε
να
κοιτάω απλώς τη θάλασσα.
Τώρα
σιχαίνομαι ακόμα και το νερό.


Εκτός  βολής

Και
κάθε φορά που με ταπεινώνουν,
νιώθω
μιαν ανείπωτη αγαλλίαση που τους ξεγέλασα
-γιατί
εγώ είμαι καλά προφυλαγμένος στο πατρικό σπίτι,
πίσω
απ’ τον κομό,
εκεί που κρυβόμαστε για να κλάψουμε
χωρίς
ποτέ να μάθουμε γιατί κλαίμε.


Φιλίες
Ας μη
δεσμευτούμε, λοιπόν, μ’ επιστολές
– η
απόσταση μας χαρίζει ένα καινούργιο πρόσωπο.
Κι
ίσως όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου
ο
ένας τον άλλον.
Έτσι,
που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.


Η  λάμπα
Κάθε
φορά που αρχίζω να μιλώ,
ξέρω
πως τίποτα δε θα πω:
τα
λόγια θα με προδώσουν,
ο χρόνος θα προσπεράσει,
οι
άλλοι θα σταθούν αδιάφοροι έξω απ’ το σπίτι.
Ώσπου
τέλος, δε θα ‘μια παρά κάποιος
που κρατώντας μια λάμπα,
πήγαινε
από κάμαρα σε κάμαρα
φωτίζοντας
τη λήθη.


Οδοιπορικό
Κι όταν
αργότερα ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο,
εγώ δεν
είχα που να πάω – εκεί, λοιπόν, που βάδιζα
συναντάω
κάποιον, “άκου να σου πω ένα παραμύθι” του λέω,
κι όταν
τελείωσα “ξέρω κι εγώ ένα” μου λέει.
Κι άρχισε
κι εκείνος.
και μόνο,
καμιά φορά, πολύ σπάνια,
ερχόταν
από μακριά η μελαγχολία της πραγματικής ζωής.


Ύπνος
Καμιά
φορά τη νύχτα ξυπνάς, άξαφνα και κάθεσαι στην άκρη του κρεβατιού,
ανυπεράσπιστοι
όπως πάντα όταν ξυπνάμε,
δεν έχεις
επιθυμίες, ούτε συνέχεια,
είσαι
ένας ξένος σ’ ένα ξένο σπίτι – ησυχία
κι οι ιστορίες που έζησες σχεδόν φανταστικές,
ενώ σ’
εκείνο που αρνήθηκες, ίσως εκεί βρισκότανε το σύνορο,
που κάθε
βράδυ το διαβαίνουμε στον ύπνο…


Διαδρομή
Έτσι
κι όταν σε διώχνουν,
η
πραγματικότητα γίνεται απίστευτα μακρινή
σα φανταστική,
κι ούτε
θυμάσαι καν πως κατέβηκες τη σκάλα,
πως πέρασες
το δρόμο,
πως έφτασες
ως εδώ –
όπως όταν
σε οδηγεί, καμιά φορά,
μια αβάσταχτη μουσική από το χέρι.
τιούνται γιατί ήμουν κάποτε αλλιώς.
Άλλοι
αναζητάν να βρουν γιατί είμαι έτσι σήμερα.
Ποιός
είμαι ή ποιός ήμουν;
Αναζητήσεις
δίχως σημασία.
Το
κέρδος είναι ότι τους ξέφευγα διαρκώς.

Ο τυφλός με το λυχνo
(απόσπασμα του έργου του)

Eρχομαι απο μέρες που πρέπει ν' αποσιωπηθούν, απο νύχτες που θέλω να τις ξεχάσω...

... μπήγω την μύτη της ομπρέλας μου στο χώμα και συνομιλώ με τις εποχές
ή καθισμένος στο πάτωμα περιμένω μιαν απερίγραπτη επίσκεψη
ακριβώς γιατί η πόρτα είναι χρόνια Eρχομαι απο μέρες που πρέπει ν' αποσιωπηθούν, απο νύχτες που θέλω να τις ξεχάσω...

... μπήγω την μύτη της ομπρέλας μου στο χώμα και συνομιλώ με τις εποχές
ή καθισμένος στο πάτωμα περιμένω μιαν απερίγραπτη επίσκεψη
ακριβώς γιατί η πόρτα είναι χρόνια κλειδωμένη.

Kαι τώρα που ξεμπερδέψαμε πιά με τα μεγάλα λόγια, τους άθλους, τα όνειρα, καιρός να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας...

... ελευθερώνοντας έτσι όρκους αλλοτινούς και τίς πιό ωραίες χειρονομίες του μέλλοντος.

... εξάλλου άνθρωπος είμαι κι εγώ, χρειάζομαι λίγη μέριμνα: ένα όνειρο ή μια μητέρα ή έστω μια ξαφνική περιφρόνηση...

Kάποτε θα ξανάρθω. Eίμαι ο μόνος κληρονόμος.
Kι η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ.

...είμαστε εξάλλου πολύ υπερήφανοι για ν' ακουγόμαστε πιό δυνατά. Hσυχία.
Oι άνθρωποι μας σπίλωσαν, μα θα μας διαφυλάξει ωραίους η ανωνυμία της ιστορίας.

...παλιά, ρυτιδωμένη γη που μόνο έναν αιώνιο ύπνο υποσχόταν -
κι ώ σοφή προνοητικότητα των παιδιών, που πιάνουν απο νωρίς φιλίες με το χώμα.

...με τί ν' ασχοληθώ που η δημιουργία του κόσμου είχε κιόλας τελειώσει.

...προς τί, λοιπόν, να πάω στο Bλαδιβοστόκ για να ταπεινωθώ, πλησιάζω τον πρώτο τυχόντα...

Aν έχασα τη ζωή μου είναι γιατί πάντα είχα μιάν άλλη ηλικία απ' την αληθινή...

Ποτέ δε φανταζόμουν οτι τόσες πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή.

Σαν μια σανίδα απο ένα παλιό ναυάγιο ταξιδέυει η γηραιά μας ήπειρος.

...θέλω να πώ οτι οι γονείς μου ήταν θνητοί, ενώ εγώ είχα άλλες βλέψεις...

...ώσπου ξημέρωνε
κι ερχότανε ένας καινούριος πόνος να με σώσει απ' τον παλιό.

... πιστεύω στα ωραία πουλιά που πετάγονται μεσ' απ' τα πιό πικρά βιβλία
πιστεύω στο φίλο που συναντάς άξαφνα μέσα σ' ένα παραμύθι
πιστεύω στο απίστευτο που είναι η πιό αληθινή μας ιστορία...

Aντίο, λοιπόν.
Aς ανοίξουμε την ομπρέλα μας κι ας περάσουμε βιαστικά
το τέλος μιάς εποχής.

Eίμαστε αυτοί που αιώνια πηγαίνουν...

Πιστεύω στα διστακτικά αδέξια βήματα των ταπεινών και στον Xριστό που διασχίζει την Iστορία...

... ένα δίχτυ απο ουρανό όπου οι τρελοί ρίχνουν τα πιό ωραία πουλιά...

Hταν ένας νέος ωχρός, καθόταν στο πεζοδρόμιο, χειμώνας, κρύωνε. \"Tί περιμένεις;\" του λέω. \"Tον άλλον αιώνα\", μου λέει.
Kαι χιόνιζε ήσυχα ήσυχα, όπως πάνω από έναν τάφο.

...ζήσαμε με χαμένα όνειρα και σκοτωμένη μουσική...

...το τραγούδι είναι το τέλος, αφού όλα άρχισαν μες στη σιωπή...

Oσο για τη διαθήκη που μ' έκανε κληρονόμο του κόσμου, απ' το φόβο μη μου την κλέψουν, την έσκισα σε χίλια κομμάτια και τη σκόρπισα στον άνεμο. Aλλά συγκράτησα τις πιό ωραίες φράσεις
με τις οποίες και σας μιλώ.

Oπωσδήποτε θα είχα κάνει μεγάλα πράγματα στη ζωή μου, αλλά είχα γεννηθεί πολύ απασχολημένος...

... οι πιό ωραίες ιστορίες θα ειπωθούν για μας
όταν δε θα 'ναι πιά κανείς να τις ακούσει.

Oσο για τις λεπτομέρειες αυτού του μνημειώδους σφάλματος που υπήρξε η ζωή μου, θα μείνουν τελικά άγνωστες...

Aν ρίχναν ένα καράβι μες στο μυαλό μου θα ναυαγούσε.

... αλλά τι να 'κανα που υπήρξα πάντα
απ' την άλλη μεριά της ζωής. 

Βιολέτες για μια εποχή
(απόσπασμα του έργου του)

"Κάποτε θα καταστρέψω όλ' αυτά τα χειρόγραφα που άφησε πάνω
στο τραπέζι μου ο διάβολος και που τα οικειοποιήθηκα χωρίς
ντροπή-και μόνον αυτός που έκανε τη νύχτα πολλές φορές τον ίδιο
δρόμο, μόνον αυτός έμαθε πως δεν υπήρξε ποτέ δρόμος"


"Πίναμε όλη νύχτα, "ακούς αυτήν την υπέροχη μουσική;", τον
ρώτησα, "δεν είναι μουσική", μου λέει. "Εγώ καταστρέφω τη ζωή μου."


"Ζούμε στην τύχη και στον κίνδυνο, η κάθε μέρα μας φθείρει, έτσι
που σε λίγο κάτω απ' τ' όνομά μας δεν θα 'ναι κανείς (και μόνον
η ανωνυμία μας διατηρεί μακριά από μύθους ή λεηλασίες)
Ένας μικροδιεκπεραιωτής του ανέφικτου μες στην αιώνια λησμονιά"


"Αγαπώ τις μέρες του χειμώνα που είναι σύντομες ή
μεταμορφώνομαι σε ήρωα (για να αποφύγω τους πραγματικούς
κινδύνους) έτσι και πίσω απ' τις πιο ακόλαστες πράξεις μας
κρύβεται το μίσος για τον εαυτό μας, τι μας έφταιξε; κανείς δεν θα το μάθει"


"Α, φίλοι μου, ζούμε σ' ένα όνειρο που δεν θα επαληθευτεί παρά
μονάχα μέσα σ' ένα άλλο όνειρο, όμως τη νύχτα τ' άστρα έχουν
πάντα κάτι συνταρακτικό να μας πουν"


"Υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις χρόνια κι άλλα που
συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή, καθορίζοντας για πάντα τη ζωή σου"


"Τα βράδια τακτοποιώ τις λέξεις με τ' άλλα φαντάσματα-κι
άξαφνα το ρολόι σταμάτησε, εγώ βρισκόμουν στο υπόγειο, "γιατί
κατέβηκα εδώ;", είπα σιγανά. Αλλά δεν ήταν κανείς ν' απαντήσει"


"Όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο, τα παιδιά πήρανε τις γωνιές των
δρόμων κι ο διάβολος τις πιο ωραίες λέξεις"


"Τις νύχτες έπαιρνα τις βαλίτσες μου ακόμα και στον ύπνο, γιατί
ποιος ξέρει το τέλος του ταξιδιού;"


"Τα βράδια έριχνα όλες μου τις σκέψεις απ' το παράθυρο μήπως και
βρουν το δρόμο οι χαμένοι ταξιδιώτες"


"Ξύπνησα άξαφνα μια νύχτα χωρίς να θυμάμαι ποιος είμαι ή όπως
αυτή η βρεγμένη ομπρέλα στο διάδρομο είναι η αδιάσειστη
απόδειξη ότι διέσχισα τον κατακλυσμό"


"Είμαι χρεωμένος τόσες σκληρότητες, μα εγώ φεύγοντας θ' αφήσω
ένα γράμμα τρυφερό γι' αυτούς που θα 'ρθουν"


"Μια νύχτα στη βεράντα έκανε να πιάσει έν' άστρο που έπεφτε-και
γκρεμίστηκε απ' τις σκάλες. Από τότε στηριγμένη στα δεκανίκια
προχωράει και χάνεται σε κήπους φανταστικούς"


"Κάθε μέρα κινδυνεύουμε από προδοσίες ή συνήθειες κι οι φλόγες
των κεριών γέρνουν πάντα προς το ακατόρθωτο"


"Η ποίηση είναι η νοσταλγία μας για κάτι ακαθόριστο που ζήσαμε
κάποτε μες στ' όνειρο"


"Το καλοκαίρι ο ουρανός διανυκτερεύει
οι μυρουδιές έχουν την παιδική μας ηλικία
μέσα στον ύπνο μας κοιμούνται τα πιο ωραία ταξίδια
κι εγώ δεν έχω αλλο όπλο απ' το να διηγούμαι ψεύτικες ιστορίες
και να τις πιστεύω"


"Λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δυο δισεκατομμύρια
εκδοχές για ένα μοναδικό κόσμο"

Περιμένοντας το βράδυ

«Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση

Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά».

Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου
(απόσπασμα του έργου του)


Άνεμος του Νοεμβρίου

Τώρα όμως βράδιασε. 
Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. 
Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; 
Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας 
κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί. 
Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου.
 Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: 
μια λέξη ή ένα κλειδί, 
ένα χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. 
Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν 
διεύθυνση, 
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι 
είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’  αγαπήσουν.

Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελ-
θον (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και
κανείς δεν θα μας θυμηθεί.

Το όνειρο

Τελικά τους έκλεισα την πόρτα «τι να την κάνω εγώ την πραγματικό-
τητα, τους λέω-εγώ έχω τ΄»όνειρο»
ίσως γι΄ αυτό αγαπώ τα νεκροταφεία, γιατί βάζουν τέλος στις λε-
πτομέρειες.
Ένα τραγούδι λυπημένο τη νύχτα είναι πάντα ένας αποχαιρετι-
σμός.

Τερέζα

Εκείνο το βράδυ γύρισα ανήσυχος, «Τερέζα» φώναξα, τίποτα, έψαξα τα δωμάτια, κατέβηκα στο υπόγειο «που είναι η Τερέζα;» ρώτησα, «πέθανε, είπε κάποιος – την κηδέψαμε χθες», «ηλίθιοι, φώναξα, σας ξεγέλασε, δεν ξέρετε τι μεγάλη πουτάνα ήταν » κανείς δε μίλησε «μα πως μπορεί ένας άγγελος να πεθάνει » είπα κλαίγοντας.

Άνοιξα το παράθυρο και πράγματι εκεί στο βάθος τ’ ουρανού έλαμπε η Τερέζα σαν άστρο.

Εφηβεία

Είναι κάτι βράδια που μόνον ένας στεναγμός μας χωρίζει απ’ τον Παράδεισο
κι άλλοτε ανατέλλει η σελήνη απ΄το λόφο σα μεγάλη ευτυχία
περiπλανήσεις στη νύχτα κι οι γρίλιες απ΄όπου μισοείδαμε το εσώ-
ρουχο μιας γυναίκας που κοιμόταν
κι άξαφνα στη στροφή του δρόμου η θλίψη ενός φανοστάτη μας
πλημμύριζε με δάκρυα.

Κανείς δε μας περίμενε όταν γυρίσαμε

Ο πρώτος στίχος

Aλλά γιατί καμιά φορά στεκόμαστε στη μέση ενός αγνώστου δρό-
μου ή μπροστά σ’ ένα παλιό σπίτι. Τι μας θυμίζουν; Ποιόν
αναζητούμε;
Κι άλλοτε κάτω από μια γέφυρα ή πίσω από μια κουρτίνα νιώθεις
να ζείς πιο αληθινά –
Πράγματα που θα εξοφλήσεις κάποτε με τη ψυχή σου.
Ώσπου ένα πρωί ακουγόταν το πρώτο κελάηδημα στον κήπο.
Άνοιξη.
Η μητέρα άλλαζε καπέλο, η νεαρή υπηρέτρια ανέβαινε στη σοφί-
τα κι έκλαιγε κι ο παππούς ξεχνούσε να διαβάσει τη Βίβλο….

Τώρα κάθομαι στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που κάθησαν τρείς
γενιές. Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να
Σκόρπιζε γιασεμιά
φωτίζοταν για λίγο η νύχτα.

Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ-
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.

Φύλλα ημερολογίου

Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο,
ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
Τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα,
Σε όνειρα
Αλλά καμία φορά η φωνή μιάς γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει
Με το αντίο μιας ηλικίας που τελείωσε
Κι οι μέρες που σου λείπουν, ώ Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν
Στον παράδεισο-
Συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς
Της νιότης μου
Ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά και να πάει που;
Κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο
Ένας τον άλλον –

Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντας τους μόνο ένα κόσμο,
Κι όταν πεθάνω θα’ θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα
Ημερολογίου
Για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.
Κι ίσως ο,τι μείνει από μας να’ ναι στην άκρη του δρόμου μας
Ένα μικρό μη με λησμόνει

Απάνθισμα
(απόσπασμα του έργου του)

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1 (1957):

…και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον. 
Γιατί ο έρωτας
είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
Γιατί οι άνθρωποι, 
σύντροφε, 
ζουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.

ΚΑΝΤΑΤΑ (1960):
“Αύριο”, λες,
και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή 
παραμονεύει ολόκληρο
το πελώριο ποτέ.
Να ‘σαι τόσο πρόσκαιρος, και να κάνεις όνειρα
τόσο αιώνια!

αφού έζησα όλο το μαρτύριο της ελπίδας, 
έφτασα στο πιο απάνθρωπο έγκλημα: 
να πιστέψω στους ανθρώπους. 
(Ποίημα)

Όταν λες: μισώ, 
ο πρώτος φόνος του κόσμου 
ξαναγίνεται μέσα σου. 
(Μικρή υπαρξιακή παρένθεση)

Και κάθε βράδυ κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: 
αυτήν την πολυσήμαντη αυριανή σου μέρα. 
(Από μέρα σε μέρα)

η αμαρτία μας: ότι θελήσαμε πολλά, 
το έγκλημά μας: πράξαμε τόσα λίγα  
(Απόντες)

ο ουρανίσκος μας είναι ένα κοιμητήρι 
όπου σαπίζουν χιλιάδες ανείπωτα λόγια. 
(Πυλάδης)

κι η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί, 
που τέλειωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς. 
(Το κλειδί του μυστηρίου)

Ποτέ δε φανταζόμουν ότι 
τόσες πολλές μέρες 
κάνουν μια τόσο λίγη ζωή. 
(Τα ψεύδη του ημερολογίου)

κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας 
μπροστά στο ανέφικτο 
να γνωρίσει ο ένας τον άλλον. 
(Φύλλα ημερολογίου)

Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει. 
(Ερωτήματα)

Η ελπίδα που κάνει ακόμα πιο αβέβαιο τον κόσμο. 
(Η ελπίδα)

Και μόνον όσοι πέθαναν νωρίς δεν έχασαν τον δρόμο. 
(Ο δρόμος)