.

.
.

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Ηρθες Οταν Εγω Δεν Σε Περίμενα....



Μη με γελάσεις.

Αυτά δεν είναι τα κατώφλια που έχω σκύψει

Αυτές οι κρυπτες που ριγουν τα τρωκτικά

Δεν έχουν τίποτε απ τ άρωμα της λάσπης

Ούτε απ το χάδι των νεκρών στα όνειρά μας

Γιατί έχει μείνει κατι

Αν έχει μεινει

Πέρα από θάνατο, φθορα, λογια, και πράξη

Άφθαρτο μες στην τέφρα αυτή που καίω

Σαν κάθε νύχτα την ανάμνηση θανατων

....
....γράφοντας ποιηματα χωρις ήχους και λέξεις.

     

Μανόλης Αναγνωστακης





Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

αναρτήσεις από την σελίδα στο Google+ ....





  
















         
ΚΟΚΚΙΝΟ ΘΟΛΟ ΦΕΓΓΑΡΙ........ 









 






















ΚΑΛΗΜΕΡΑΑΑΑΑ







ΠΑΜΕ ΒΟΛΤΑΑΑ;;;;;














ΑΡΛΕΤΑ - ΜΕ ΣΗΜΑΔΕΨΕΣ .....



ΕΛΛΗ ΠΑΣΠΑΛΑ - ΑΝ Η ΑΓΑΠΗ ΛΕΕΙ ....




  

ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΘΗΣ - 
Μ' ΕΜΑΘΕΣ ΜΑΤΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΩ......
 




ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΜΕ ΒΟΛΤΑ
 ΤΕΛΙΚΑ;;;;
ΚΑΛΑ... ΠΑΩ ΜΕΣΑΑΑΑΑ........











 



 




 
 







 




 


 







 ΓΛΥΚΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ 

ΜΑΡΜΕΛΑΔΑ
ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ













ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙΣ ΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ.....




ΟΧΙ...ΟΧΙ...ΜΗ... ΕΓΩ ΦΤΑΙΩ ΓΙΑ ΟΛΑ..... 
ΣΥΓΓΝΩΜΗ........







OMAR AKRAM - 
DANCE WITH THE WIND










SWEET MORNING TO ALL!!! 








SANVEL YERVINIAN - CONFESSION                   


 









THIRST ...... 
ΔΙΨΑ................................





ΤΟ ΠΑΠΑΚΙ 
ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ - ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ



ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ.........  



 Δεν ξέρω γιατί. ...ήρθε παλι....
αυτή η μελαγχολία στην ψυχή. .....
Όπως βλέπω τα σύννεφα πάλι να μαζεύονται από την δύση, αναπολώ τα χρονια τα παιδικά μου, της γλυκιάς αθωότητας, με τους δρόμους τους χωμάτινους, με τις γειτονιες της αγάπης, της έννοιας, της συμπαράστασης, και τις αυλές με τις πόρτες τις ξεκλειδωτες, που είχαν απέξω το κλειδί ....
Ξέρω, θα μου πειτε ,
το χτες έφυγε, το αυριο αργεί ακομα,
κι όσο ασχολούμαι με τα δύο αυτά, χάνω την στιγμη, το τώρα. ....
Κι όμως, Ειναι στιγμές σαν κι αυτήν,
που μόνο το χτες της ταιριάζει....    




    ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ - ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΖΟΡΜΠΑΛΑ  (ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ) 
 


      "Κι αν θα διψασεις για  νερο,
                                                                          Θα στιψουμε ένα σύννεφο. "
                                                                                                Νικος Γκατσος   


Μόνο γιατί τα ματια σου με κοιταξαν
Με την ψυχή στο βλέμμα,
.................
μόνο γιατί τα ματια σου με κοιταξαν  
     
 Η καλοσύνη δίνεται απαλά, τρυφερά.
Πέφτει στον δρόμο της ζωής σαν μικροσκοπικός σπόρος
και αναβιώνει μέσα απο από τα λουλούδια.     
         

πιο γλυκός καφές δεν νομίζω πως υπάρχει..!!!!!!!!!!


 «Η ημέρα που η χαρά των άλλων θα γίνει η χαρά σου..
η ημέρα που ο πόνος τους θα γίνει και δικός σου πόνος...
αυτή η ημέρα θα είναι στη ζωή σου
η πιο σημαντική ».

   
ΠΟΠΗ ΑΣΤΕΡΙΑΔΗ - ΤΟ ΑΓΡΙΟΠΟΥΛΙ ......


ΤΟ ΕΙΔΑ ΓΡΑΜΜΕΝΟ 
                                                       ΣΕ ΕΝΑ ΤΟΙΧΟ .........




       
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΟΜΟΡΦΙΑ,
ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠ ΟΛΑ
Η ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ...... 









 ΤΟ ΧΑΔΙ...
{Μεγάλωσα χωρις αγάπη και χάδι. Αραγε μεγάλωσα;}
Ηταν μια μέρα ηλιόλουστη, μα εγω έβλεπα σκοτάδι.
Της μοίρας μου φορτώθηκα ενα βαρύ σταυρό.
Μικρό παιδάκι βρέθηκα χωρίς φιλί και χάδι
σε τόπο ξένο και έρημο στον κόσμο τον σκληρό.
Κι έκανα Μάνα μου τη θαλασσα, Πατέρα το βουνό,
και είπα στα ψέμματα πως άλλαξα τη μοίρα και το ριζικό.
Βάφτισα φίλο και προστατη μου τ' αντικρινό βουνό.
Την αύρα που φυσούσε απο τη θάλασσα,χάδι της Μάνας στοργικό.
Ρίζωσα κάτω απ το βουνό, μα η ρίζα μου δεν πιάνει.
Δεν ξέρω αν μεγάλωσα ποτέ στα αληθινά.
Το ματωμένο γόνατο η θάλασσα το γιάνει μα της ψυχής τα τραύματα ειναι παντοτεινά.
{Ευη Ντινοπουλου Φιλολογος}
Ευχαριστούμε τον Γιώργο Παπαγεωργίου ( για το κείμενο )








 

ΘΑΝΑΧΗΣ ΓΚΑΙΦΥΛΛΙΑΣ - Η ΕΚΔΡΟΜΗ 





 
 
Οι λέξεις είναι υπερεκτιμημενες.
Πόσα τοπία, πόσα συναισθηματα, ποσες στιγμές , πόσα φιλια, πόσα βλεματα, οι λέξεις δεν κατάφεραν να εκφρασουν σε αυτή την ζωή.
Και ίσως να μην τα καταφερουν ποτε.
"Οποιος ξερει πολλές λέξεις είναι πλούσιος ", μου έλεγε ο μπαμπας μου.
Ίσως.
Μα οι λέξεις από μονες τους είναι φτωχές ,
Ακομα και το ύψιστο ρήμα το "αγαπώ" από μόνο του δεν σου λεει κατι. Αν δεν μπει μπροστα το "σε" για να απογειωθεί το μυαλό και η ψυχή σου από μόνο του το ρήμα ίσως και να σε ανησυχεί.
Και υστερα, ποσες φορες, οι λέξεις έμοιαζε να χάνουν το νοημα τους μπροστα σε άδειες συμπεριφορές, και σαπιες καταστάσεις ;
Πολλές. ....
Γι αυτό κι εγώ πιστεύω.. ...
Πως οι λέξεις. ...
Ειναι υπερεκτιμημενες. ...

_σκέψεις από την Drama Queen_


1Η  ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
Τι ανεμος Θεέ μου;
Πως μπλέχτηκαν έτσι τα μαλλια σου, Μαρια ;
Τι στεκεις στην πορτα ;
Πέρασε μέσα, έχω λίγη φωτιά.
Θα σου κάνω ένα τσάι.
(Ο μισθός μας μικρος κι οι φιλοι μας άμισθοι. Αυτος είναι ο κοσμος μας. )
Περισσεύει ένα σαλι.

Νικηφόρος Βρεττάκος



ΠΟΤΕ.....
ΦΙΛΑΚΙΑ.........



  



Ποτέ δεν πρέπει να ακους τα λουλουδια .
Απλά να τα βλέπεις και να μυρίζεις το άρωμά τους.


Πόσο θα ήθελα να σβησω τη λύπη από των ανθρώπων την ματια..
Να είχα εκείνο το μαγικό κρυσταλλο που είναι χαμένο βαθεια στη χώρα του πουθενά....στη χώρα των δακρύων.
Εκεί που κανείς τον δρομο δεν γνωρίζει.
Πάνω από τα σύννεφα πως να πετάξεις...είναι πολύ ψηλά για τις μοναχικες νεράιδες.
Κι εκείνο...το μοναδικό νυχτολουλουδο μαραθηκε...δίχως μία σταλα αγάπης...
Παντού καταχνια...
Έσβησε τα ίχνη του γυρισμού....
Με κούρασε η αδιαφορια αυτου του κόσμου ....
Κάτω από τον ίσκιο του δέντρου της ληθης ....θα αποκοιμηθω................. 





                                  

Απόγευμα   κι η αριστοκρατορικη του απομονωση
Κι η στοργή των ανέμων του
Κι η ριψοκίνδυνη αιγλη του
Τίποτε να μην έρχεται
Τίποτε να μην φεύγει
ΟΛΑ τα μέτωπα γυμνά
Και για συναίσθημα ένα κρυσταλλο.

(Κλίμα της απουσίας, ΙΙΙ, Οδυσσέας Ελυτης )









 
                         ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΗΜΑΣ - ΓΥΑΛΙΝΟ ΣΠΙΤΙ


 Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε
Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε
Το αμετανόητο χέρι
Δέθηκα
σ' έναν κόμπο λύπης.

("Κλίμα της απουσίας", Ι, Οδυσσέας Ελυτης )











   







Ποιηση είναι. ..........

Αν δεις το πρόσωπο της Ποίησης να σου χαμογελάει είναι γιατί υπάρχει μια πέτρα αθάνατη όπου κάποτε ένας άνθρωπος αρχάγγελος ποιητής ζωγράφισε με τα φτερά του χρώματα λέξεις ουρανό:
«μια φλέβα, δηλαδή, κάτω απ' το φοβερό βλέμμα του ανέμου» και, έκτοτε, στην έτοιμη δομή ραγδαίων στίχων,
«μια πεταλούδα πιο λευκή απ' το κλαδί της άκρης των Ονείρων»
με εικόνες λέξεων ανοίγει τα φτερά της για
επ-Ουράνιες Παρανοήσεις μαγικού ρεαλισμού...

Επιμύθιο: Γυρεύοντας παραληρήματα της Ποίησης επιστρέφεις στον τόπο του εγκλήματος των λέξεων όπου (όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει λυρισμό και ωραία λόγια...)

Ποίηση είναι, «Δυο χέρια ωραία γυναίκας που να ’χουν εξοικειωθεί με τα αγριοπερίστερα»

ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ
«Ένα σύρμα που οι αναμνήσεις του όλες να ’ναι από ρεύμα ηλεκτρικό και ανύποπτα πουλιά»


(δυο ορισμοί από την ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ του Οδυσσέα Ελύτη)













































 Είμαστε
το αρνητικό του Ονείρου
γι’ αυτό φαινόμαστε μαύροι κι άσπροι
και ζούμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη
πραγματικότητα....







Ο ΚΟΤΣΥΦΑΣ 
 ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΑΣ.....









 Λιγοστεύουν στα μάτια οι στέγες των πουλιών
Φως πάλι φως η ψυχή που μάχεται
Υπερήφανη κλαγγή μακριά του κόσμου
Όπλο και σφρίγος
Κι η αλήθεια η φούχτα του νερού
Καθαρού πριν απ' τη δίψα
Στο άπειρο.

-Οδυσσέας Ελύτης-



ΝΥΣΤΑΞΑΜΕ.........




ΠΕΙΝΑΣΑΜΕ....


 







 Σοφία Κωνσταντινίδου -

 Σε λυπάμαι














20 Γενάρη 2014


 "....Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη.
Σταματάνε για λίγο, στέκονται ο ένας
αντίκρυ στον άλλο, μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται,
μοιάζουν
σαν πέτρες που βλέπονται. .......

.....Όμως, εσύ,
δε λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες
μες από μένα, κάτω απ’ τα τόξα μου,
όπως κι εγώ: προχώρησα ίσα, μες από σένα,
κάτω απ’ τα τόξα σου. Σταθήκαμε ο ένας μας
μέσα στον άλλο, σα νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυο κόσμους σε πλήρη
λάμψη και κίνηση, σαστίσαμε ακίνητοι
κάτω απ’ τη θέα τους -
Ήσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου όλες τις στέρνες.
Ήσουνα φως, διαμοιράστηκες. Όλες
οι φλέβες μου έγιναν άξαφνα ένα
δίχτυ που λάμπει: στα πόδια, στα χέρια,
στο στήθος, στο μέτωπο.
Τ’ άστρα το βλέπουνε, ότι:
δυο δισεκατομμύρια μικροί γαλαξίες και πλέον
κατοικούμε τη γη."

Οι μικροί γαλαξίες
Νικηφόρος Βρεττάκος









ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ 
Ναοί στο σχήμα τ' τουρανού -
Μίκης Θεοδωράκης


 ΜΑΤΑΚΙΑ ΜΟΥ!!!

...ο καθένας είναι τόσο όμορφος,
όσο τον κάνουν τα μάτια εκείνου που τον αγαπάει.!!

"Παίρνω και βγάζω περίπατο την ψυχή μου
κάθε που αρχίζει να σκληραίνει το χαμόγελο της.
Μου το λέει
πεθύμησα τη βροχή,
τον ήλιο πάνω απ’ τα βουνά ή ανάμεσα απ’ τα σύννεφα
και τον αγέρα που γεννιέται αδιάκοπα στα δάση
όλος αρώματα και ουσίες, γάλα και μουσική.
Την οδηγώ σαν ένα ελάφι κάθε που διψά
μπρος στον τρεχούμενο, λαμπρό μαστό της αιωνιότητας,
ανανεώνει το αίμα, φως μέσα της
κ’ επιστρέφει στη ζωή πάλι,
μ’ έναν καινούργιο τόνο αθανασίας
στο χαμόγελο της."

Έξοδος
Νικηφόρος Βρεττάκος



 Απογευματινό τσάι   Τάσος Λειβαδίτης

Αλλά,  γιατί με κατηγορούν για σκοτεινές προθέσεις.
Ίσως  γιατί στέκομαι πάντα κάτω από μια μαρκίζα,
αλλά δε βλέπουν ότι μια ζωή δεν αρκεί
όταν αρχίζει να βρέχει.
Κι αλήθεια τι θα συμβεί αύριο;
Τι συνέβη χτες;
Πράξεις χωρίς καμιά σημασία
που κάνουν ακόμα πιο βαθύ το μυστήριο
κι οι νεκροί μας φεύγοντας
άφησαν στην είσοδο αυτή την ακαθόριστη ελπίδα
που κάνει πιο αβέβαιο τον κόσμο.
Όλα τόσο θολά, σαν μια συνομιλία σ' έναν πολυθόρυβο δρόμο

«μα δεν ακούς, λοιπόν — δεν ακούς;»

«ν' ακούσω τι;»

μια θλίψη παράξενη

σαν κάποιος που έμαθε το μυστικό σου

ν' απομακρύνεται αδιάφορος

κι άλλοτε είδα ανθρώπους πάνω στις έρημες αποβάθρες
να χειρονομούν απεγνωσμένα
— ποιόν ειδοποιούσαν;
Τι ήθελαν να πουν;

...Απ’ όλα μπορείς να σωθείς
εκτός απ’ τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό
που δεν το θυμάσαι...

Έτσι, παρ' όλο που το σπίτι ήταν άδειο,
κανείς δεν ερχόταν,
«αλήθεια, πόσος καιρός πέρασε», σκεφτόμουν
και θα πεθάνουμε ολομόναχοι
— κι εκείνο το μικρό καράβι
που μας χάρισαν σε κάποια παιδικά γενέθλια
μας πήγε μακριά.
(Πότε γυρίσαμε χωρίς να το καταλάβουμε!)
Τώρα περιπλανιέμαι σε βράδια
που δε θα ξανάρθουν ποτέ
ή μένω κλεισμένος στην κάμαρα μου
— μόνο,
για το Θεό,
μην τραβήξετε την κουρτίνα
είναι ανατριχιαστικό!

«Μια μέρα θα ξαναγυρίσουμε, είχε πει ο Φίλιππος,
αλλά θα 'ναι αργά»
και σκέφτηκα τα φαντάσματα
που εμφανίζονται όταν όλα έχουν τελειώσει
(κι ίσως για να κρύψουν ακριβώς αυτό).
Άλλα τώρα χειμώνιασε,
ας κατεβούμε στην κήπο κι ας θάψουμε τα παλιά χειρόγραφα.
Και κάποτε θα τρομάξεις
όταν καταλάβεις ποιος είσαι.

Κι οι εραστές
υστερα από μια νύχτα απερίγραπτη
ξυπνάνε σ' ένα φτωχό πρωινό του Νοέμβρη
ενώ η βρύση στο νιπτήρα στάζει αργά σαν υπόμνηση της μονότονης
διαδοχής των ημερων.

Και πεθαίνουμε στερημένοι
σ' έναν παράδεισο από λέξεις.

Κι άξαφνα
έρχεται η στιγμή
που πρέπει να επιστρέψεις,
βράδιασε,
στη σάλα έχουν ανάψει τα φώτα
— στάθηκα στο διάδρομο,
είχα ένα σπουδαίο άλλοθι,
αλλά το ξεχνούσα την κρίσιμη στιγμή
— με κατηγορούσαν ότι συναντούσα, λέει, κρυφά τις σκιές τού παλιού σχολείου
ναι, δεν το αρνούμαι,
όμως χυνόταν μόνο το δικό μου αίμα
κι υστερα
τα θλιβερά απογεύματα
στέκομαι συνήθως
έξω από κάποιο ορφανοτροφείο

κι απορούσα μάλιστα
που στα άσυλα μοιράζουν πάντα τόσο νωρίς το δείπνο,
ίσως γιατί το σούρουπο είναι μια δύσκολη ώρα
και καλύτερα να 'χει κανείς αλλού το νου του.

Έξαλλου, εγώ έχω το άπειρο, τι να τις κάνω τις γνωριμίες.

Γι’ αυτό κιόλας μ' αρέσει να χαιρετώ τα πλοία που φεύγουν για τον Άγιο Δομίνικο

ή έφτιαχνα πύργους με παμπάλαιες εφημερίδες
που 'γραφαν για μια χαμένη εξέγερση — ποιος τη θυμάται;

κι αυτό το μυστικό που περίμενα χρόνια: κάποιος, λέει, θα με πλησίαζε και θα μου το ‘λεγε ξαφνικά —
έτσι δεν πρόσεξα τίποτ' άλλο στον κόσμο.

Κι εσύ, καλέ μου φίλε, μόλις πεθάνω
θα σου γράψω με ειλικρίνεια,
θα σου πω για τον άνθρωπο που μ' έφτυσε
για το κονιάκ που μου λείπει,
για τα πουλιά το πρωί που με ξαναγυρίζουν
στο σπίτι τού παππού.

Κι η Τερέζα
κάθε φορά που πίναμε τσάι
και μου επέστρεφε το φλιτζάνι,
το χέρι της ήταν ωχρό
απ’ το μακρύ ταξίδι
— που είχε πάει
και πότε θα γυρίσουν οι νεκροί
«δε σέβεστε λοιπόν ούτε το άπειρο;» τραύλισα,
γι' αυτό ετοιμάζω  τις αποσκευές μου
αλλά δεν απομακρύνομαι
— αφού για να γνωρίσεις τον κόσμο
αρκεί εν' ανεξήγητο όνειρο.

Τότε το εκκρεμές άρχισε να χτυπάει
κι ακούστηκε η ώρα του αναπότρεπτου
έτρεξα να τους προλάβω στη σκάλα,
«κανείς δεν πέθανε, τους λέω,
μα όλοι είναι σιωπηλοί μάρτυρες γι' αύριο»
ενώ την ίδια στιγμή
«κάπως έτσι θα 'ναι η τιμωρία», σκεφτόμουν
— όπως και τα παιδικά μας χρόνια
την ώρα του θανάτου μας
θα 'ναι εκεί
και θα μας περιμένουν.

Και συχνά τις νύχτες
ανέβηκα στις γέφυρες των σταθμών
και κοίταξα τα φωτισμένα τραίνα
να χάνονται πέρα στο πουθενά.
Ώ εποχή μου,
όλα ειπώθηκαν
και μόνο το φθινόπωρο συνεχίζει το αιώνιο παράπονο του.

Ώσπου σιγά-σιγά
το παρελθόν γίνεται όλο και περισσότερο αίνιγμα
και το φως της μέρας
δεν έχει επιείκεια γι' αυτούς που ενδίδουν
κι υστερα
είναι κι εκείνο το επικίνδυνο άστρο
μιας αναγνώρισης  που άργησε
οι φίλοι που πέθαναν,
οι άλλοι που χάθηκαν κυνηγώντας κάτι άπιαστο
λέξεις συμπόνιας που κάνουν τον κόσμο ακόμα πιο τρωτό
κι αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος
κι ότι από αύριο ίσως αρχίσει η αληθινή μας ζωή.
Ποιόν θέλουμε να ξεγελάσουμε
ή ποιος μας εμπαίζει;

Και καμία φορά
τη νύχτα
μια κραυγή που ζητάει βοήθεια
ακούγεται απ’ το παρελθόν
— ακριβώς γιατί ποτέ δεν το ζήσαμε
ή μας βασανίζουν αναμνήσεις από γεγονότα που δε συνέβησαν ποτέ — αλλά ποιος είναι βέβαιος για το τι συνέβη;
εξάλλου η κάμαρα μου μοιάζει με όλες τις κάμαρες της γης,
θέλω να πω πόσο στο βάθος είμαστε άδικοι ή ξένοι.

Ώ, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη,
ακαθόριστη
σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί
και μετά το ξαναθυμάσαι,
μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο
ή το ίδιο το πεπρωμένο.
Και είδα τ' ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς
όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα.
Κι έπρεπε εγώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα
να φτιάξω μια ποίηση για πάντα."


"Απογευματινό τσάι"
Τάσος Λειβαδίτης












Είναι στ αλήθεια στραβάδι ;;;


"Θέλω να στειλω μια λευκή κόλλα χαρτί, γιατί είσαι η μόνη που μπορεί την σιωπή μου να διαβάσει....
Πολλές φορές αισθάνομαι οτι η σιωπή μου σου λέει τόσα πολλά, που δεν τα αντέχεις..."

_ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ_



                            
 ΚΑΛΟ
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑΚΙ !!!!




ΚΑΛΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΜΑΤΑΚΙΑ ΜΟΥ...
ΚΑΛΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΨΥΧΗ ΜΟΥ....




"Θέλω να στειλω μια λευκή κόλλα χαρτί, γιατί είσαι η μόνη που μπορεί την σιωπή μου να διαβάσει....
Πολλές φορές αισθάνομαι οτι η σιωπή μου σου λέει τόσα πολλά, που δεν τα αντέχεις..."

_ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ_







ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΘΗΣ - Μ ΕΜΑΘΕΣ ΜΑΤΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΩ




 Μαργαριτα Ζορμπαλά - Αθανασία
ΚΑΙ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΤΕ .....
ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΎΕΣΤΕ ....!!!!!!!!
καλό ξημέρωμα γλυκιά μου συντροφιά. .......




ΞΥΠΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ .......



 Ονειρα γλυκά, ζεστούλικα, 

καλό ξημέρωμα. .......

















Η ΜΙΚΡΗ ΕΓΩ, ΣΤΑ 18
(LOS ANGELES, CALIFORNIA)






ΧΟΡΕΥΟΥΜΕΕΕΕΕ;;;






ΚΑΛΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑΚΙ !!!!!




ΤΙΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΒΡΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙΙΙΙΙ;;;;







ΟΧΙΙΙΙΙ ΜΗΗΗΗ !!!!!!







ΨΥΧΗ ΜΟΥ.... 
















           Χρόνια πολλά, +Tony Anthony!
ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΓΕΝΝΕΘΛΙΑ
ΥΓΕΙΑ, ΑΓΑΠΗ, ΧΑΜΟΓΕΛΑ. .......
ΚΑΙ ΟΤΙ ΆΛΛΟ ΠΟΘΕΙ Η ΨΥΧΉ ΣΟΥ !!!

 






 
 Αν είχε μία μόνο λέξη απόψε ο ουρανός, αυτή θα ήταν "γαλήνη " ....

Σε αποχαιρετώ με χαμόγελο,
απρόσκλητη μελαγχολία μου,
αυτό ήσουν,
τι νομισες ,
θα κρατούσες για πάντα ;
αυτό ήσουν.....
ελπίζω σήμερα
να ήταν η τελευταία σου.. ....







ΟΜΟΡΦΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ.....







ΟΝΕΙΡΑ ΓΛΥΚΟΤΑΞΙΔΕΜΕΝΑ .....

















  

 








Ι.
Με βασανίζουν οι λέξεις σου
Τσακωνομαι με ΟΛΑ τα φωνήεντα
Διατάζω το τελος τους.
Σε κλειδωσα στα μάτια μου
Αλλά βγηκες
Πάλι
Από τη σκαλα υπηρεσίας

Οι μαργαρίτες που μαδαγες
Πόσα ψέμματα σου είπαν για τους ανθρώπους ;


ΙΙ .
Τίποτα δεν έζησα χωρίς να φοβάμαι μην τσαλακωθεις
Τώρα θα κάνω παρεα στα δάκρυα
Όλες οι οθόνες μου κλαίνε. Δεν ηρθες.
Δεν έχω πια άλλες απορίες για την ζωή.
Μου τις έλυσαν τα φαντάσματα.
Έτσι κι αλλιώς τα ονειρα οι άλλοι τα σκοτώνουν
Δεν σου αφήνουν ούτε καν την επιλογή να τα σκοτωσεις εσύ.

ΣΕ ΚΛΕΙΔΩΣΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΑΛΛΆ ΒΓΉΚΕΣ
της Μαρίας Χρονιαρη





  ......σήμερα , δεν ξέρω γιατί, μάλλον συμπτωματα της διακοπής είναι, αλλά ηταν δύσκολη η μέρα,. ....δάκρυσα άπειρες φορες και δεν μπορούσα να το ελέγξω. .... μολις πριν λίγο πήρα δυο ανασες με χαμόγελο.....
Μια αγκαλιά ....κι ένα γλυκό φιλι. ...σου στέλνω, γλυκιά μου σκέψη,. .....για καληνύχτα. ...
Ονειρα γλυκά ....







 Πόσο απέχει το καλό από το κακό ;
Ένα χάδι. .....
Μια αγκαλιά. ...
Μια γλυκιά κουβέντα. .... 






  


Θα ήθελα πεθαίνοντας κάτι να ευχόμουν στους ανθρώπους
-θα τους ευχόμουν πολλη, αμέτρητη ζωή. ...
Μα είναι περιττό.
Εκείνοι που αγάπησαν δεν θα την χρειαστούν ....
Μενέλαος Λουντέμης   




 Όσες συγγνώμες κι αν ζήτησα από τον εαυτό μου, δεν φτάνουν ...
Δεν σε φτάνω.
Δεν σε γνωρίζω καλά παρά ελάχιστους μήνες κι αυτό από αποσταση,
Μα είναι λες και σε γνωρίζω χρονια ολόκληρα. ...
μαγεψες την ψυχή και το μυαλό μου, με τοσες ομορφιες....
έμαθα τόσα πολλά διαβάζοντας όσα μοιράστηκες.....

μικρης ψυχής
μικρή στιγμη
Είναι τελικά
Αυτό το τιποτένιο συναίσθημα της αμφισβήτησης......
....
Γίνε χαμόγελο ξανά στα μάτια μου. ... ΚΑΙ  στην ψυχή μου. ....
......... συγχώρεσε με .....





































 ...............γνωμικά για την γυναίκα.....................

Γυναίκες, σας περιγράφουμε όπως μας αρέσει
κι εξοργιζόμαστε που δεν χωράτε στις περιγραφές μας.
_Τίτος Πατρίκιος, 1927 -, Έλληνας ποιητής_
.........
Πολύ μακιγιάζ και λίγα ρούχα, αποτελούν πάντα ένα αλάνθαστο σημάδι απελπισίας σε μια γυναίκα.
_Oscar Wilde, 1854-1900, Ιρλανδός συγγραφέας_
...........
Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα.
_Νίκος Καζαντζάκης, 1883-1957, Έλληνας συγγραφέας_
................
Ποτέ μην εμπιστεύεσαι μια γυναίκα που λέει την πραγματική της ηλικία. Αν μπορεί να πει αυτό, είναι ικανή για τα πάντα.
_Oscar Wilde, 1854-1900, Ιρλανδός συγγραφέας_
...........
Μπορείς να κρίνεις το χαρακτήρα ενός άντρα παρατηρώντας την όψη της γυναίκας του.
_Albert Camus, 1913-1960, Γάλλος συγγραφέας, Νόμπελ 1957_
........
Ψάξε για τη γυναίκα μέσα στο φόρεμα. Αν δεν υπάρχει γυναίκα, δεν υπάρχει φόρεμα.
_Coco Chanel, 1883-1971, Γαλλίδα σχεδιάστρια μόδας_
..........
Κάθε γυναίκα έχει την ηλικία που της αξίζει.
_Coco Chanel, 1883-1971, Γαλλίδα σχεδιάστρια μόδας_
.......
Η γυναίκα από τη φύση της φοβάται και αποφεύγει τη βία και το σίδερο. Αλλά όταν δει τ’ άδικο στο κρεβάτι της, δεν υπάρχει άλλη καρδιά που να διψάει περισσότερο για αίμα.
_Ευριπίδης, 480-406 π.Χ., Αρχαίος τραγικός_
.....
Κάντε στη γυναίκα δώρο ένα εκατομμύρια κόκκινα τριαντάφυλλα και εκείνη θα πει ότι θα ήθελε μόνο ένα, αλλά λευκό.
_Ανώνυμος_
.......
Δεν πιστεύω ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται γυναίκες στις πολεμικές μάχες γιατί τα θηλυκά είναι υπερβολικά άγρια.
_Margaret Mead, 1901-1979, Αμερικανίδα εθνολόγος_
........
-Εκ γυναικός τα χείρω.
-Kαι εκ γυναικός τα κρείττω.
_Ο διάλογος μεταξύ του αυτοκράτορα Θεόφιλου και της Κασσιανής (830)_
.......
Αυτό που η γυναίκα λέει στον παθιασμένο εραστή
πρέπει να γραφτεί στον άνεμο και στο νερό που τρέχει.
_Κάτουλλος, 84-54 π.Χ., Ρωμαίος ποιητής_
.........
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως.
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί,
Γυναίκα
_Οδυσσέας Ελύτης, 1911-1996, Ποιητής, Νόμπελ 1979_
..........

μισο-γυνικα.................................................................
Η γυναίκα είναι το τελευταίο πράγμα που έκανε ο Θεός. Αναγκάστηκε να την φτιάξει Σάββατο βράδυ. Η κούραση είναι εμφανής.
_Αλέξανδρος Δουμάς υιός, 1824-1895, Γάλλος συγγραφέας_
...........
Γιατί στους τυφώνες δίνονται γυναικεία ονόματα;
Γιατί έρχονται θερμοί και υγροί και φεύγουν με σπίτια και αυτοκίνητα.
_Ανώνυμος_
..........................................................................





ΜΑΡΤΙΟΣ 2014







ΜΑΡΤΙΟΣ 2014






 ΨΙΘΥΡΙΣΕ ΜΟΥ..... 

 





 Η Ιθάκη σου έδωσε το ωραίο ταξίδι. ....
Χωρις αυτήν δεν θαβγαινες στο δρόμο ...
Άλλα δεν έχει να σου δώσει πια.

Κ. Π. Καβάφη

 ΞΥΠΝΗΣΕΣ  ΧΑΡΑ  ΜΟΥ ;;;  









ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΗΛΙΕ ΜΟΥ !!!!!!
 "Η καλοσύνη όταν μιλάς δημιουργεί εμπιστοσύνη.
Η καλοσύνη όταν σκέφτεσαι δημιουργεί βάθος.
Η καλοσύνη όταν δίνεις δημιουργεί αγάπη."

Λάο Τσε ( 6ος αιώνας π.χ. , Κινέζος φιλόσοφος)
Ιδρυτής του Ταοϊσμού
Σύμφωνα με την κινέζικη παράδοση, έζησε κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Κάποιοι ιστορικοί τοποθετούν τη ζωή του στον 4ο αιώνα π.Χ. την περίοδο δηλαδή των εκατό σχολών σκέψης, ενώ άλλοι αμφισβητούν την ιστορική του ύπαρξη. Στον Λάο Τσε αποδίδεται η συγγραφή του Ταοϊστικού έργου Τάο Τε Τσινγκ, κάτι που τον καθιέρωσε ως τον ιδρυτή του Ταοϊσμού.
Το έργο του είναι μια από τις σημαντικότερες πραγματείες της κινέζικης φιλοσοφίας. Καλύπτει πολλές πτυχές της φιλοσοφίας, από την εξατομικευμένη πνευματικότητα, μέχρι διαπροσωπικές δυναμικές και πολιτικές τεχνικές. Ο Λάο Τσε ανέπτυξε την έννοια του "Τάο"που συχνά μεταφράζεται ως "ο δρόμος", και διεύρυνε τον ορισμό του σε μια αυθύπαρκτη τάξη και κατάσταση του σύμπαντος: "Ο δρόμος που είναι η φύση". Υπογράμμισε τη σημασία της “πράξης χωρίς πράξη”. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να στέκεται απαθής και να μην κάνει τίποτα, αλλά ότι πρέπει να αποφεύγει τις προσβλητικές ή επιθετικές πράξεις. Ο Λάο Τσε πίστευε ότι η βία πρέπει να αποφεύγεται όποτε είναι δυνατό, και ότι η στρατιωτική νίκη δεν πρέπει να είναι γιορτή αλλά πένθος






Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει η ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και η ανθρώπινη ευπιστία. Πάντα ο άνθρωπος θα πιστεύει πως τα όνειρά του θα δικαιωθούν. Αλλά και πάντα θα αγνοεί πως ο ίδιος καταστρέφει τα όνειρά του με το να ξυπνά κάθε πρωί. Κάθε πρωί κι όχι για πάντα, μια και μόνη φορά.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ “Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ



 






 "Ένα δοχείο δημιουργείται από ένα σβώλο πηλό
με προσεκτική δουλειά,
αλλά είναι το κενό μέσα στο δοχείο που το κάνει χρήσιμο."

Λάο Τσε



"καλημέρα φάτσα μου...!!!
καλημέρα ψυχή μου!!!!!!
σήμερα θέλω να μου χαμογελάς,
δεν σε αντέχω όταν συννεφιάζεις,
ούτε εκείνοι που σε αγαπούν σε αντέχουν....
το καταλαβαίνεις;
γι αυτό, θέλω να μου χαμογελάς,  με ακούς;
τα έχεις όλα όσα χρειάζεσαι για να μου χαμογελάς,

κοίτα, σήμερα δεν βρέχει......"

νοιώσε την ευγνωμοσύνη που έχεις υγεία, και ανθρώπους που σε νοιάζονται. ....
χαμογέλασε μου λοιπόν στον καθρέφτη, έτσι, να σε βλέπω, να χαίρομαι....

(κι αν σκέπτομαι φωναχτά κι ακούστηκα, συγγνώμη, στον εαυτό μου μιλούσα.....) 



 αντάρτης κότσυφας.... κι ύστερα, άντε να εξηγήσεις στον κότσυφα πως δεν έχει αξία το πέταγμα του στη βροχή.......


4 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
 
 Η αγάπη.... είναι τόσο απλή.

Jaques Prévert, 1900-1977, Γάλλος συγγραφέας


4 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014






                       ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;;;

 ....χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε
και δίχως φίλους πιά να μας προδώσουν......

Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ την στιγμή που βρίσκουνε
μία θέση
στη ζωή των άλλων.
Η
ένα θάνατο
για την ζωή των άλλων......"
Συμφωνία Αρ. 1, απόσπασμα
Τάσος Λειβαδίτης




ΦΙΛΑΚΙΙΙΙ;;;
                  




 Από πρωτοτυπία 

η θεσσαλονίκη δεν έχει ταίρι. ....

Η ΣΕΡΒΙΤΟΡΑ ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΡΤΙΝΑ

είναι ένα όμορφο παραλιακό μεζεδοπωλειο στο Μπαξέ Τσιφλίκι, στην Θεσσαλονικη.....

 



 "Σε αξαφνες, φοβερες στιγμές, αστράφτει μέσα μου:
ΟΛΑ τούτα είναι παιχνίδι σκληρό και μάταιο, δίχως αρχή, δίχως τελος, δίχως νοημα
Μα ξαναζευουμε πάλι γοργά στον τροχό της ανάγκης, κι όλο το Συμπαντο ξαναρχιναει γύρα τρογυρα μου την περιστροφή του. "

Ασκητικη (Προετοιμασία, Πρώτο Χρεος.)


( Ευχαριστώ για την όμορφη εικόνα που μοιράστηκες +Sabri Budak ευγενικε φίλε. .. )
.............................................


Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΧΡΕΟΣ

Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου.

Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος.

Τ' άστρα λάμπουν μέσα στο μυαλό μου, οι Ιδέες, οι άνθρωποι και τα ζώα βόσκουν μέσα στο λιγόχρονο κεφάλι μου, τραγούδια και κλάματα γιομώνουν τα στρουφιχτά κοχύλια των αυτιών μου και τρικυμίζουν μια στιγμή τον αγέρα'

σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης, αφανίζουνται.

«Εγώ μονάχα υπάρχω!» φωνάζει ο νους.

«Μέσα στα κατώγια μου, οι πέντε μου ανυφάντρες δουλεύουν, υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και τον τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνέμα.

»Όλα ρέουν τρογύρα μου σαν ποταμός, χορεύουν, στροβιλίζουνται, τα πρόσωπα κατρακυλούν σαν το νερό, το χάος μουγκρίζει.

»Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο.

»Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες.

»Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπο μου, στο χάος.

»Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ' δε με νοιάζει. Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερά, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: "Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!" Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα.

»Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειο μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω. »Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η πράξη. Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει.»

Χωρίς μάταιες ανταρσίες να δεις και να δεχτείς τα σύνορα του ανθρώπινου νου, και μέσα στ' αυστηρά τούτα σύνορα αδιαμαρτύρητα, ακατάπαυτα να δουλεύεις' να ποιο είναι το πρώτο σου χρέος.

Με αντρεία, με σκληρότητα στερέωσε απάνω στο σαλευόμενο χάος το καταστρόγγυλο, το καταφώτιστο αλώνι του νου, ν' αλωνίσεις, να λιχνίσεις, σα νοικοκύρης, τα σύμπαντα.

Καθαρά να ξεχωρίσεις κι ηρωικά να δεχτείς τις πικρές γόνιμες τούτες, ανθρώπινες, σάρκα από τη σάρκα μας, αλήθειες:

α) Ο νους του ανθρώπου φαινόμενα μονάχα μπορεί να συλλάβει, ποτέ την ουσία'
β) κι όχι όλα τα φαινόμενα, παρά μονάχα τα φαινόμενα της ύλης'
γ) κι ακόμα στενώτερα: όχι καν τα φαινόμενα τούτα της ύλης, παρά μονάχα τους μεταξύ τους συνειρμούς'
δ) κι οι συνειρμοί τούτοι δεν είναι πραγματικοί, ανεξάρτητοι από τον άνθρωπο' είναι κι αυτοί γεννήματα του ανθρώπου'
ε) και δεν είναι οι μόνοι δυνατοί ανθρώπινοι' παρά μονάχα οι πιο βολικοί για τις πραχτικές και νοητικές του ανάγκες.
Μέσα στα σύνορα τούτα, ο νους είναι ο νόμιμος απόλυτος μονάρχης. Καμιά άλλη εξουσία στο βασίλειο του δεν υπάρχει.

Αναγνωρίζω τα σύνορα τούτα, τα δέχουμαι μ' εγκαρτέρηση, γενναιότητα κι αγάπη, κι αγωνίζουμαι μέσα στην περιοχή τους άνετα σα να 'μουν ελεύτερος.

Υποτάζω την ύλη, την αναγκάζω να γίνει καλός αγωγός του μυαλού μου. Χαίρουμαι τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους, τους θεούς σαν παιδιά μου. Όλο το Σύμπαντο το νιώθω να σοφιλιάζει απάνω μου και να με ακλουθάει σα σώμα.

Σε άξαφνες φοβερές στιγμές αστράφτει μέσα μου: «Όλα τούτα είναι παιχνίδι σκληρό και μάταιο, δίχως αρχή, δίχως τέλος, δίχως νόημα». Μα ξαναζεύουμαι, πάλι, γοργά στον τροχό της ανάγκης, κι όλο το Σύμπαντο ξαναρχινάει γύρα τρογύρα μου την περιστροφή του.

Πειθαρχία, να η ανώτατη αρετή. Έτσι μονάχα σοζυγιάζεται η δύναμη με την επιθυμία και καρπίζει η προσπάθεια του ανθρώπου.

Να πως με σαφήνεια και με σκληρότητα να καθορίζεις την παντοδυναμία του νου μέσα στα φαινόμενα και την ανικανότητα του νου πέρα από τα φαινόμενα' πρί να κινήσεις για τη λύτρωση. Αλλιώς δεν μπορείς να λυτρωθείς.




 φεγγαρι.......

μάγια μού κανες......... 

-Χριστος Ανέστη !!
-Αληθώς!
human invasion.......

Η ΠΟΡΕΙΑ

Μα ξάφνου μια σπαραχτικιά κραυγή μέσα μου: «Βοήθεια!» Ποιος φώναξε;

Μάζωξε τη δύναμη σου κι αφουκράσου' όλη η καρδιά του άνθρωπου είναι μια κραυγή. Ακούμπησε απάνω στο στήθος σου να την ακούσεις' κάποιος μέσα σου αγωνίζεται και φωνάζει.

Χρέος σου, σε πάσα στιγμή, μέρα και νύχτα, σε χαρά και σε θλίψη, μέσα από την καθημερινήν ανάγκη, να ξεχωρίσεις την Κραυγή τούτη, να την ξεχωρίσεις ορμητικά ή συγκρατημένα, όπως βολεί στη φύση σου, γελώντας ή κλαίγοντας, ενεργώντας ή στοχαζόμενος, και να μάχεσαι να νιώσεις ποιος είναι αυτός που κιντυνεύει και φωνάζει' και πώς μπορούμε εμείς να στρατευτούμε, όλοι μαζί, και να τόνε λευτερώσουμε.

Μέσα στην πιο μεγάλη χαρά μας ένας μέσα μας φωνάζει: «Πονώ! Θέλω να ξεφύγω από τη χαρά σου! Πλαντώ!»

Μέσα στην πιο μεγάλη απελπισία μας ένας μέσα μας φωνάζει: «Δεν απελπίζουμαι! Παλεύω! Γαντζώνουμαι απάνω από την κεφαλή σου, ξεθηκαρώνω από το σώμα σου, ξεθηκαρώνω από τη γης, δε χωρώ σε μυαλά, σε ονόματα, σε πράξες!»

Μέσα από την πιο πλατιά αρετή μας ένας ανασηκώνεται, απελπισμένος, και φωνάζει: «Στενή είναι η αρετή, δεν μπορώ ν' αναπνέψω' μικρός, στενός είναι ο Παράδεισος, δε με χωράει' σαν άνθρωπος μου φαίνεται ο Θεός σας, δεν τον θέλω!»

Ακούω την άγρια κραυγή κι ανατινάζουμαι. Μέσα μου, η αγωνία που ανηφορίζει συντάζεται, για πρώτη φορά, σε ακέραιη ανθρώπινη φωνή, στρέφεται κατά πρόσωπο και με φωνάζει καθαρά, με τ' όνομα μου, με τ' όνομα του γονιού μου και της ράτσας μου!

Είναι η μεγάλη κρίσιμη στιγμή. Είναι το σύνθημα της Πορείας. Αν δεν ακούσεις την Κραυγή τούτη να σκίζει τα σωθικά σου, μην ξεκινήσεις!

Ξακλούθα με υπομονή, με υποταγή την ιερή θητεία σου στον πρώτο, στο δεύτερο, στον τρίτο βαθμό της προετοιμασίας.

Κι αφουκράζου: Στον ύπνο, στον έρωτα, στη δημιουργία, σε μιαν αφιλόκερδή σου περήφανη πράξη ή μέσα σε βαθιά απελπισμένη σιωπή, ξάφνου μπορεί ν' ακούσεις την Κραυγή και να κινήσεις.

Ως τώρα έρεε η καρδιά μου, ανέβαινε, κατέβαινε με το Σύμπαντο. Μα ως άκουσα την Κραυγή, το σπλάχνο μου και το Σύμπαντο χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα.

Κάποιος μέσα μου κιντυνεύει, σήκωσε τα χέρια του και μου φωνάζει: «Σώσε με!» Κάποιος μέσα μου ανεβαίνει, παραπατάει και φωνάζει: «Βοήθεια!»

Ποια στράτα από τις δυο αιώνιες να διαλέξω; Ξαφνικά νογώ, από την απόφαση μου τούτη κρέμεται όλη μου η ζωή' κρέμεται όλη η ζωή του Σύμπαντου.

Από τις δυο στράτες, διαλέγω τον ανήφορο. Γιατί; Χωρίς νοητά επιχειρήματα, χωρίς καμιά βεβαιότητα' κατέχω πόσο ανήμπορος στην κρίσιμη τούτη στιγμή είναι ο νους κι όλες οι μικρές βεβαιότητες του ανθρώπου.

Διαλέγω τον ανήφορο, γιατι κατά κει με σπρώχνει η καρδιά μου. «Απάνω! Απάνω! Απάνω!» φωνάζει η καρδιά μου, και την ακολουθώ μ' εμπιστοσύνη.

Νιώθω, αυτό ζητάει από μένα η τρομερή αρχέγονη Κραυγή. Πηδώ στο πλευρό της! Ταυτίζω τη μοίρα μου μαζί της.

Κάποιος μέσα μου αγωνίζεται ν' ανασηκώσει ένα βάρος, ν' αναμερίσει τη σάρκα και το νου, νικώντας τη συνήθεια, την τεμπελιά και την ανάγκη.

Δεν ξέρω από που έρχεται και που πάει. Μέσα στο εφήμερο στήθος μου αδράχνω την πορεία του, αφουκράζουμαι το αγκομαχητο του, ανατριχιάζω αγγίζοντας τον.

Ποιος είναι; Στήνω το αυτί, θέτω σημάδια, οσμίζουμαι τον αγέρα. Ανηφορίζω, ψάχνοντας προς τ' απάνω, αγκομαχώντας. Αρχίζει η φοβερή, η μυστική Πορεία.
 Α' ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ: ΕΓΩ

Δεν είμαι καλός, δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος! Αβάσταχτη είναι η ευτυχία κι η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι' κυλιούμαι όλο δάκρυα κι αίματα μέσα στη ζεστή τούτη φάτνη της σάρκας μου.

Φοβούμαι να μιλήσω. Στολίζουμαι με ψεύτικα φτερά, φωνάζω, τραγουδώ, κλαίω, για να συμπνίγω την ανήλεη κραυγή της καρδιάς μου.

Δεν είμαι το φως, είμαι η νύχτα' μα μια φλόγα λοχίζει ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει. Είμαι η νύχτα που την τρώει το φως.

Η Κραυγή κηρύχνει μέσα μου επιστράτεψη. Φωνάζει: «Εγώ, η Κραυγή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου! Δεν είμαι καταφύγι. Δεν είμαι σπίτι κι ελπίδα. Δεν είμαι Πατέρας, δεν είμαι Γιος, δεν είμαι Πνέμα. Είμαι ο Στρατηγός σου!

»Δέν είσαι δούλος μου μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου. Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφος μου στη μάχη.

»Κράτα γενναία τα στενά που σου μπιστεύτηκα' μην τα προδώσεις! Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας.

»Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ' ακλούθα μου!

»Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος.

»Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη.

»Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.

»Ν' αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους' να ζητάς συντρόφους!

»Να 'σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.

»Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!»

Σκύβω κι αφουκράζουμαι την πολεμική τούτη Κραυγή στα σωθικά μου. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του.

Ναι, ναι, δεν είμαι τίποτα. Ένας αχνός φωσφορισμός απάνω στην ογρή πεδιάδα, ένα άθλιο σκουλήκι που σούρνεται κι αγαπάει, φωνάζει και μιλάει για φτερούγες, μια ώρα, δυο ώρες, κι ύστερα το στόμα του φράζει με χώματα. Άλλη απόκριση οι σκοτεινές δυνάμες δε δίνουν.

Μα μέσα μου, μια Κραυγή ανώτερη μου φωνάζει αθάνατη. Τι, θέλοντας και μη, είμαι κι εγώ, σίγουρα, ένα κομμάτι από τ' ορατό κι αόρατο Σύμπαντο. Είμαστε ένα. Οι δυνάμες που δουλεύουν εντός μου, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και ζω, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και πεθαίνω είναι, σίγουρα, και δικές του δυνάμες.

Δεν είμαι ένα μετέωρο αρίζωτο στον κόσμο. Είμαι χώμα από το χώμα του και πνοή από την πνοή του.

Δε φοβούμαι μοναχός, δεν ελπίζω μοναχός, δε φωνάζω μοναχός μου. Μια παράταξη μεγάλη, μια φόρα του Σύμπαντου φοβάται, ελπίζει, φωνάζει μαζί μου.

Είμαι ένα πρόχειρο γιοφύρι, και Κάποιος αποπάνω μου περνάει και γκρεμίζουμαι ξοπίσω του. Ένας Αγωνιστής με διαπερνάει, τρώει τη σάρκα μου και το μυαλό μου, ν' ανοίξει δρόμο, να γλιτώσει από μένα. Όχι εγώ, Αυτός φωνάζει!
 Β' Η ΡΑΤΣΑ

Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ' πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.

Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γένηκαν Ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.

Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.

Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.

Δεν είσαι ένας' είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου.

Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.

Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου' όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέταν όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.

Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.

«Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!» φωνάζουν μέσα σου οι νεκροι. «Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε' πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας' κάμε τις έργα εσύ! Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας' στερέωσε το εσύ!

»Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου και φωνάζουμε. Όχι, δε φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη γης. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθουμε τον αγώνα. Λύτρωσε μας!»

Δε φτάνει ν' ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνουνται να πιαστούν από το ζεστο μυαλό σου, ν' ανέβουν πάλι στο φως της μέρας.

Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματου σου και ποιος ν' ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα.

Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες, είναι ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο' να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα' ως πιει το αίμα μου όλο!

Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούληση τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο' αυτο είναι το δεύτερο σου χρέος.

Γιατι δεν είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σόγιου σου.

Φέρνεις, θες δε θες, ένα νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα Ιδέα, μια θλίψη καινούρια. Θες δε θες, πλουτίζεις το πατρικό σου το σώμα.

Κατά που θα κινήσεις; Πώς θ' αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.

Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξη σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σόγιου σου.

Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα όδέψει ο ποταμός των απόγονων.

Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.

«Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!» Τ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.

Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί' πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.

Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ' ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας.

Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σόγιου του φιλιούνται.

Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.

Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.

Πως μπορείς να 'σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πως μπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερο σου το αίμα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει.

Να ζεις βαθιά, όχι σαν Ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη.

Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν' ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν' απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα.

Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί, κι είτε σα φύλλο είτε σαν άνθος είτε σαν καρπός να σαλεύει μέσα σου, ν' ανανεώνεται και ν' αναπνέει αλάκερο το δέντρο.

Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.

Αγωνία μέσα σου. Κάποιος παλεύει να φύγει, να ξεσκιστεί από τη σάρκα σου, να γλιτώσει από σένα. Ένας σπόρος στα νεφρά σου, ένας σπόρος στο μυαλό σου δε θέλει πια να 'ναι μαζί σου, δε χωράει πια στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία.

«Πατέρα, δε χωρώ στην καρδιά σου, θέλω να τη συντρίψω, να περάσω Πατέρα, μισώ το σώμα σου, ντρέπουμαι που είμαι κολλημένος μαζί σου, θα φύγω!

»Κατάντησες άλογο οκνό, τα πόδια σου πια δεν μπορούν ν' ακλουθούν το ρυθμό της καρδίας μου. Βιάζουμαι. Θα πεζέψω, θα καβαλήσω άλλο κορμί και θα σε αφήσω στο δρόμο!»

Και συ, ο πατέρας, χαίρεσαι γρικώντας την καταφρονετικια φωνή του παιδιού σου. «Όλα, όλα για το γιο μου!» φωνάζεις. «Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος. Εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου!»

Μια δύναμη μέσα σου, ανώτερη σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει: «Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι αβέβαιο!

»Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κίντυνου τον κόσμον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω!»
 Γ' Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ

Δε μιλάς εσύ. Μήτε είναι η ράτσα μονάχα μέσα σου που φωνάζει' μέσα σου οι αρίφνητες γενεές των ανθρώπων' άσπροι, κίτρινοι, μαύροι' χιμούν και φωνάζουν.

Λευτερώσου κι από τη ράτσα' πολέμα να ζήσεις όλο τον αγωνιζόμενον άνθρωπο. Κοίτα τον πώς ξεμασκάλισε από τα ζώα, πώς μάχεται να σταθεί όρθιος, να ρυθμίσει τίς άναρθρες κραυγές, να συντηρήσει τη φλόγα ανάμεσα στις πυροστιές, να συντηρήσει το νου ανάμεσα στα κόκαλα της κεφαλής του.

Έλεος να σε κυριέψει για το πλάσμα τούτο που ξεκόρμισε ένα πρωί από τους πίθηκους, γυμνό, ανυπεράσπιστο, χωρίς κέρατα και δόντια, μονάχα με μια σπίθα φωτιά στο μαλακό του το καύκαλο.

Δεν ξέρει από που έρχεται και κατά που πάει. Μα θέλει, αγαπώντας, δουλεύοντας, σκοτώνοντας, να κυριέψει τη γης.

Κοίταξε τους ανθρώπους, λυπήσου τους. Κοίταξε τον εαυτο σου ανάμεσα στους ανθρώπους, λυπήσου τον. Μέσα στο θαμπό σούρουπο της ζωής αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, ψαχνόμαστε, ρωτούμε, αφουκραζόμαστε' φωνάζουμε βοήθεια!

Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε.

Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται' μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι εύτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Άδη.

Η μάνα κοιτάει μπροστά, κατά την κόρη' η κόρη κοιτάει κι αυτή μπροστά, πέρα από του αντρός της το κορμί, κατά το γιο 'να πώς πορεύεται στη γης ετούτη ο Αόρατος.

Όλοι, χωρίς έλεος, κοιτάζουμε καταμπροστά, σπρωγμένοι από τεράστιες πίσω μας αλάθευτες σκοτεινές δυνάμες.

Σηκώσου απάνω από το πρόσκαιρο μετερίζι του κορμιού σου, κοίταξε πίσω τους αιώνες. Τι βλέπεις; Ζώα γιομάτα τρίχες κι αίματα ανεβαίνουν από τη λάσπη ανταρεμένα. Ζώα γιομάτα τρίχες κι αίματα κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ανταρεμένα.

Σμίγουν μουγκρίζοντας οι δυό στρατοί σαν άντρας με γυναίκα και γίνουνται ένας βώλος αίμα, μυαλό και λάσπη.

Κοίταξε' οι λαοί ανεβαίνουν σα χλόη από τα χώματα και πέφτουν πάλι στα χώματα, λίπασμα γονερό για τις μελλούμενες σπορές. Κι η γης παχαίνει από τη στάχτη, από τα αίματα κι από τα μυαλά των ανθρώπων.

Αρίφνητοι χάνουνται μεσοστρατίς, γεννιούνται και πεθαίνουν στείροι. Καταβόθρες ξαφνικά ανοίγουνται μες στο σκοτάδι, γκρεμίζουνται λαοί, προστάγματα δίχως συνοχή γρικιούνται μέσα στην ακατάστατη βουή, και το ανθρώπινο κοπάδι ταράζεται και σκορπίζει.

Ξαφνικά μαντεύουμε κάτωθε και γύρα μας και μέσα στην άβυσσο της καρδιάς μας τις τυφλές, αχόρταγες, χωρίς καρδιά, χωρίς μυαλό δυνάμες.

Σ' ένα πέλαγο τρικυμισμένο αρμενίζουμε, το νιώθουμε σε μιαν κίτρινη αστραπή, σ' ένα τσόφλι μπιστευτήκαμε τα πλούτη μας, τα παιδιά και τους θεούς μας.

Κύματα σκοτεινά, πηχτά, όλο αίματα οι αίώνες ανεβοκατεβαίνουν. Η κάθε στιγμή είναι μια άβυσσο που ανοίγει.

Αγνάντευε το σκοτεινό πέλαγο χωρίς να τρεκλίζεις, κοίταζε κατάματα την άβυσσο, κάθε στιγμή, χωρίς φαντασία, αναίδεια και φόβο. Χωρίς φαντασία, αναίδεια και φόβο. Μα δε φτάνει' κάμε ένα βήμα ακόμα' πολέμησε να δώσεις νόημα στ' ασυνάρτητα παλέματα του ανθρώπου.

Γύμναζε την καρδιά σου να κυβερνάει όσο μπορεί πιο απλόχωρη παλαίστρα. Ανακύκλωνε σ' έναν αιώνα, υστέρα σε δυο αιώνες, υστέρα σε τρεις, σε δέκα, σε όσους αιώνες αντέχεις, την πορεία του ανθρώπου. Γύμναζε το μάτι σου να θεάται να κινούνται λαοί σε μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Βυθίζου στ' όραμα τούτο με υπομονή, με αγάπη κι υψηλή αφιλοκέρδεια' ωσότου αγάλια εντός σου ο κόσμος ν' ανασάνει: να φωτιστούν οι αγωνιζόμενοι, να σμίξουν στην καρδιά σου και ν' αναγνωριστούν αδερφοί.

Η καρδιά σμίγει ό,τι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη.

Ακροπόδιζε στον αχόρταγο γκρεμό και πολέμα να συντάξεις τ' όραμα. Ανασήκωσε την πολύχρωμη καταπαχτή του μυστήριου' τ' άστρα, τις θάλασσες, τους ανθρώπους, τις Ιδέες' δώσε μορφή και νόημα στην άμορφη, άμυαλη απεραντοσύνη.

Περιμάζωξε στην καρδιά σου όλες τις τρομάρες, ανασύνθεσε όλες τις λεπτομέρειες. Ένας κύκλος είναι η λύτρωση' κλείσε τον!

Τι θα πει ευτυχία; Να ζει όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.

Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ' ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα.

Ποιο είναι το χρέος μας; Ν' ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και ν' αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι.

Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη.

Σαν ένα νησί, αργά, με φοβερόν αγώνα, υψώνεται μέσα από τον ωκεανό του ανύπαρχτου το έργο του ανθρώπου.

Μέσα στο μερόνυχτα στερεούμενο τούτο αλώνι οι γενεές δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν, αφανίζουνται. Νέες γενεές πατούν τα κουφάρια των πατέρων, συνεχίζουν το έργο απάνω στην άβυσσο και μάχουνται να μερώσουν το τρομερό μυστήριο' πώς; καλλιεργώντας ένα χωράφι, φιλώντας μια γυναίκα, μελετώντας μιαν πέτρα» ένα ζώο, μιαν Ιδέα.

Έρχουνται σεισμοι, το νησί σαλεύει, μια γωνιά γκρεμίζεται, μια άλλη ανεβαίνει από τ' ανήλιαγα κύματα.

Ένας αργάτης πελαγίσιος είναι ο νους, κι είναι η δουλειά του να μολώνει το χάος.

Απ' όλες τούτες τις γενεές, άπ' όλες τις δυστυχίες και τις χαρές, από τους έρωτες, από τους πολέμους, από τις Ιδέες, αναδίνεται μια φωνή αγνή και γαλήνια' αγνή και γαλήνια, γιατι περιέχει όλες τις αμαρτίες και τις ανησυχίες του αγωνιζόμενου ανθρώπου και τις ξεπερνάει κι ανεβαίνει.

Μέσα απ' όλο τούτο το ανθρώπινο υλικό ένας ανηφορίζει με τα χέρια, με τα πόδια, πνιμένος στα δάκρυα και στα αίματα, κι αγωνίζεται να σωθεί.

Να σωθεί από ποιόν; Από το κορμί που τον περικλείνει, από το λαό που τον αναβαστάει, από τη σάρκα, από την καρδιά κι από τα φρένα του ανθρώπου.

Κύριε, ποιος είσαι; Σάν Κένταυρος υψώνεσαι μπροστά μου, με τα χέρια στον ουρανό τανυσμένα, με τα πόδια καρφωμένα στη λάσπη.

Είμαι Εκείνος που αιώνια ανεβαίνει!

Γιατί ανεβαίνεις; Ξενεφρίζεσαι, αγωνιάς, μάχεσαι να ξεθηκαρώσεις από το ζώο. Από το ζώο κι από τον άνθρωπο. Μη με αφήνεις!

Μάχουμαι, ανεβαίνω, για να μην πνιγώ. Απλώνω τα χέρια μου, πιάνουμαι απ' όλα τα ζεστά κορμιά, σηκώνω απάνω από το μυαλό το κεφάλι μου για ν' αναπνέψω' ολούθε πνίγουμαι, πουθενά δε χωρώ!

Κύριε, γιατι τρέμεις;

Φοβούμαι! Ο σκοτεινός ανήφορος δεν έχει τελειωμό. Μια φλόγα είναι η κεφαλή μου κι αιώνια ξεκορμίζει' μα το πνέμα της νύχτας αιώνια φυσάει να με σβήσει. Ο αγώνας μου όλος πάσα στιγμή κιντυνεύει. Ο αγώνας μου όλος σε κάθε κορμί κιντυνεύει. Πατώ, παραπατώ μέσα στις σάρκες, σαν ένας νυχτωμένος στρατοκόπος, και φωνάζω: Βοήθεια
  
Δ' Η ΓΗΣ

Δε φωνάζεις εσύ. Δε φωνάζει η ράτσα σου μέσα στο εφήμερο στήθος σου. Δε φωνάζουν μονάχα οι άσπρες, οι κίτρινες, οι μαύρες γενεές των ανθρώπων στην καρδιά σου. Η Γης αλάκερη, με τα νερά και τα δέντρα της, με τα ζώα, με τους ανθρώπους και τους θεούς της μέσα στο στήθος σου φωνάζει.

Ανασηκώνεται η Γης μέσα στα φρένα σου και θωράει για πρώτη φορά αλάκερο το σώμα της.

Ανατριχιάζει' είναι ένα ζώο που τρώει, γεννάει, σαλεύει, θυμάται. Πεινάει, τρώει τα παιδιά της 'φυτά, ζώα, ανθρώπους, Ιδέες' τ' αλέθει στα σκοτεινά σαγόνια της, τα ξαναπερνάει από το κορμί της και τα ξαναχύνει στο χώμα.

Θυμάται, αναμαυλάει τα πάθη της. Μέσα στην καρδιά μου το μνημονικό της ανοίγει, απλώνεται, κυριεύει τον καιρό.

Δεν είναι τούτη η καρδιά που πηδάει και χτυπάει μέσα στο αίμα. Είναι η Γης αλάκερη. Στρέφεται πίσω της και ξαναζεί το φοβερό ανηφόρισμά της στο χάος.

Θυμούμαι μιαν ατέλειωτη ερημιά από άναρχη φλεγόμενη ύλη. Καίγουμαι! Περνώ τον άμετρο ανοργάνωτο καιρό, ολομόναχος, απελπισμένος, κραυγάζοντας στην έρημία.

Κι αργά η φλόγα καταλαγιάζει, η μήτρα της ύλης δροσερεύει, ζωντανεύει η πέτρα, και θρύβεται' κι ανεβαίνει τρέμοντας στον αγέρα ένα μικρό, πράσινο φύλλο. Πιάνεται από το χώμα, στερεώνεται, σηκώνει το κεφάλι του και τα χέρια, αρπάζει τον αγέρα, το νερό, το φως, αρμέγει το Σύμπαντο.

Αρμέγει το Σύμπαντο και θέλει να το περάσει από το λιγνό σαν την κλωστή κορμί του και να το κάμει ανθό, καρπό και σπόρο. Να το κάμει αθάνατο.

Ανατριχιάζει η θάλασσα, σκίζεται σε δυο, κι ανεβαίνει από το λασπερό βυθό της ένα λιμασμένο, ανήσυχο, αόμματο σκουλήκι.

Νικήθηκε το βάρος, ανασηκώθηκε η πλάκα του θανάτου, προβαίνουν γιομάτα έρωτα και πείνα οι στρατιές τα δέντρα και τα ζώα.

Κοιτώ τη Γης με το λασπωμένο μυαλό της κι ανατριχιάζω ξαναζώντας τον κίντυνο. Μπορούσα να βουλιάξω, να χαθώ μέσα στις ρίζες τούτες που πίνουν μ' ευδαιμονία τη λάσπη' μπορούσα να πλαντάξω μέσα στο χοντρό τούτο μυριοζάρωτο τομάρι' ή να σπαράζω αιώνια μέσα στο αιματερό σκοτεινό καύκαλο του παμπάλαιου πρόγονου.

Μα γλίτωσα. Πέρασα τα παχιόφλουδα φυτά, πέρασα τα ψάρια, τα πουλιά, τα θεριά, τους πιθήκους. Έκαμα τον άνθρωπο.

Έκαμα τον άνθρωπο, και τώρα μάχουμαι να τον ξεκάμω!

«Δε χωρώ! Δε χωρώ! Θέλω να ξεφύγω!» Η κραυγή τούτη αιώνια ρήμαζε και κάρπιζε τα σωθικά του κόσμου. Πηδούσε από σώμα σε σώμα, από γενεά σε γενεά, από είδος σε είδος, ολοένα πιο σαρκοβόρα και πιο δυνατή. Όλοι οι γονιοί φωνάζουν: «Θέλω να γεννήσω γιον ανώτερο μου!»

Στις φοβερές στιγμές που η Κραυγή περνάει από το κορμί μας, νιώθουμε μιαν προανθρώπινη δύναμη ανήλεη να μας σπρώχνει. Ένα χείμαρρο βουερό, λασπερό από πίσω μας, γιομάτο αίμα, δάκρυα, ιδρώτα, αλαλαγμούς χαράς, ηδονής και θανάτου.

Ένας άνεμος ερωτικός φυσάει απάνω στη Γης, ίλιγγος κυριεύει όλα τα ζωντανά και σμίγουν στη θάλασσα, στις σπηλιές, στον αγέρα, κάτω από το χώμα, μεταγγίζοντας από κορμί σε κορμί μια μεγάλη ακατανόητη αγγελία.

Και τώρα μονάχα εμείς, νογώντας πίσω μας την έφοδο, θαμπά αρχινούμε και μαντεύουμε γιατί πάλευαν, γεννούσαν και πέθαιναν τα ζώα, και πίσω τους τα φυτά, και πίσω όλη η ανοργάνωτη εφεδρεία.

Έλεος, ευγνωμοσύνη και σέβας μας κυριεύει για τους παλιούς μας συντρόφους στη μάχη. Δούλευαν, αγαπούσαν και πέθαιναν για ν' ανοίξουν το δρόμο να περάσουμε.

Όμοια κι εμείς, μέσα στην ίδια ηδονή, παράφορα κι αγωνία, δουλεύουμε για κάποιον Άλλον, που σε κάθε γενναία μας πράξη προχωράει κι ένα βήμα.

Όλος μας ο αγώνας θα 'χει πάλι ένα σκοπό ανώτερο μας, όπου θα χρησιμέψουν και θ' αγιάσουν οι μόχτοι μας, οι αθλιότητες και τα εγκλήματα.

Μια έφοδο είναι τούτη! Μια πνοή χιμάει, τρικυμίζει, καρποβολάει την ύλη, περνάει τα ζώα, δημιουργάει τον άνθρωπο, πιάνεται από πάνω του σαν όρνιο αρπαχτικό και στρηνιάζει.

Είναι η σειρά μας! Μας δουλεύει, κατεργάζεται εντός μας την ύλη και την κάνει πνέμα, πατάει το μυαλό μας, πηδάει καβάλα στο σπέρμα και μάχεται, κλοτσώντας πίσω το κορμί μας, να ξεφύγει.

Σα να 'ναι όλη η ζωή ετούτη τ' ορατό αιώνιο κυνήγι ενός αόρατου Γαμπρού, που κυνηγάει από κορμί σε κορμί την αιωνιότητα, την αδάμαστη Νύφη.

Κι εμείς, όλο το ψίκι της γαμήλιας πομπής, φυτά, ζώα, άνθρωποι, χιμούμε τρέμοντας προς τη μυστική παστάδα. Και καθένας κρατάει με δέος τα ιερά σύμβολα του γάμου' άλλος το Φαλλό, άλλος τη Μήτρα.
 ΤΟ ΟΡΑΜΑ

Άκουσες την Κραυγή και κίνησες. Πέρασες από αγώνα σε αγώνα όλες τις πολεμικές θητείες του στρατευόμενου ανθρώπου.

Πολέμησες μέσα στο μικρό τσαντίρι του κορμιού σου, μάνα, στενή σου φάνταξε η παλαίστρα, πνίγουσουν, και χύθηκες να ξεφύγεις.

Στρατοπέδεψες στη ράτσα σου,' γιόμωσες χέρια και καρδιές, ανάστησες με το αίμα σου τους φοβερούς προγόνους και κίνησες μαζί με τους νεκρούς, τους ζωντανούς και τους αγέννητους να πολεμήσεις.

Και μονομιάς όλες οι ράτσες κίνησαν μαζί σου, το ίερό στράτεμα του ανθρώπου ανασυντάχτηκε ξοπίσω σου, όλη η γης βούισε σα στρατόπεδο.

Ανέβηκες, κι από αψηλή κορφή αλάκερο το σχέδιο της μάχης διακλαδώθηκε μέσα στους γύρους του μυαλού σου κι όλες οι αντιμαχόμενες εκστρατείες έσμιξαν στο μυστικό στρατόπεδο της καρδιάς σου.

Κι από πίσω συντάχτηκαν τα ζώα και τα φυτά, σα μεταγωγικά στα μαχόμενα μπροστά στρατέματα του ανθρώπου.

Τώρα η Γης αλάκερη πιάστηκε απάνω σου, έγινε κορμί σου, φωνάζει μέσα στο χάος.

Πώς να πολιορκήσω με λόγια το φοβερό τούτο δράμα; Σκύβω στο χάος κι αφουκράζουμαι. Ένας ανεβαίνει αγκομαχώντας μυστικό, επικίντυνο ανήφορο.

Μοχτάει, αγωνίζεται με πείσμα ν' ανηφορίσει. Μα βρίσκει εμπόδιο αντίδρομή του ορμή: Ένας κατεβαίνει βιαστικά μυστικό, καλόβολο πολύ κατήφορο.

Η Πνοή, μέσα στο ρέμα το πηχτό που κατεβαίνει, μελίζεται, στροβιλίζεται και μια στιγμή' όσο βαστάει κάθε ζωή' σοζυγιάζουνται οι δυο αντίδρομες επιθυμίες.

Να πώς γεννιούνται τα κορμιά, να πώς δημιουργιέται ο κόσμος κι ισορροπούνε μέσα στα ζωντανά οι δυο αντιστρατευόμενες δυνάμες.

Μια στιγμή, τον Ένα που ανηφορίζει τον περιτυλίγει σφιχτά ένα σώμα αγαπημένο, το σώμα του, και του αργοποράει το ανέβασμα. Μα γρήγορα, με τον έρωτα, με το θάνατο, του ξεφεύγει. Κι εξακολουθεί την πορεία.

Πατάει το άψυχο, πλάθει το φυτο και το γιομώνει. Στρατοπεδεύει αλάκερος' αλάκερος, θα πει: μαζί με τη λαχτάρα και τη δύναμη να ξεφύγει.

Ανασηκώνεται λίγο, αναπνέει με κόπο, πνίγεται. Παρατάει στα φυτά όσο βάρος, όση νάρκη κι ακινησία μπορεί, αλαφρώνει και πηδάει, αλάκερος πάλι, πιο πέρα και πιο πάνω, δημιουργώντας τα ζώα, και στρατοπεδεύει αλάκερος στα νεφρά τους.

Αλάκερος, πάλι, θα πει: μαζί με τη λαχτάρα και τη δύναμη να ξεφύγει.

Τα σώματα αναπνένε, θρέφουνται, ταμιεύουν δυνάμες, και σε μια στιγμή ερωτική συντρίβουνται, ξοδεύουν τα πάντα κι αδειάζουν, για ν' αφήσουν στο γιο την ψυχή τους. Ποιαν ψυχή; Την ορμή προς τ' απάνω!

Λαγαρίζεται αργά, με αγώνα, ανάμεσα από τα κορμιά τους, παρατάει πάνω τους όσα πάθη, όση σκλαβιά, ανημποριά και σκοτάδι μπορεί.

Κι ανασηκώνεται πάλι, πιο ανάλαφρος, και χιμάει να ξεφύγει' κι η ορμή τούτη για την ελευτερία, παλεύοντας με την ύλη, αργά δημιουργάει την κεφαλή του ανθρώπου.

Και τώρα, το νιώθουμε με τρόμο, μάχεται πάλι να ξεφύγει από πάνω μας, να μας παραπετάξει με τα φυτά και τα ζώα, να πηδήξει πιο πέρα. Ήρθε χαρά και πίκρα μεγάλη! η στιγμή να παραπεταχτουμε κι εμείς, οι πρωτοπόροι, στην εφεδρεία.

Πίσω από τη ροή του κορμιού και του μυαλού μου, πίσω από τη ροή της ράτσας μου και των ανθρώπων, πίσω από τη ροή των ζώων και των φυτών, βλέπω τρέμοντας τον Αόρατο που πατάει όλα τα ορατά κι ανεβαίνει.

Και κάτω από τη βαριά, αίματωμένη του πατούσα γρικώ όλα τα ζωντανά να συντρίβουνται.

Αγέλαστο είναι το πρόσωπο του, βουβό, σκοτεινό, πέρα από τη χαρά κι από τη θλίψη, πέρα από την ελπίδα.

Τρέμω. Είσαι συ ο Θεός μου; Το σώμα σου είναι γιομάτο μνήμη. Σαν ένας χρόνια φυλακισμένος ξόμπλιασες με αλλόκοτα δέντρα και μαλλιαρούς δράκους, μ' αιματερές περιπέτειες, με κραυγές και χρονολογίες τα μπράτσα σου και το στήθος.

Κύριε, Κύριε, μουγκαλιέσαι σα ζώο! Τα πόδια σου είναι γιομάτα αίμα και λάσπη' τα χέρια σου είναι γιομάτα αίμα και λάσπη' βαριά σα μυλόπετρα είναι τα σαγόνια σου κι αλέθουν.

Πιάνεσαι από τα δέντρα, από τα ζώα, πατάς τον άνθρωπο, φωνάζεις. Ανηφορίζεις τον ατέλειωτο μαύρο γκρεμό του θανάτου και τρέμεις.

Που πας; Πληθαίνει ο πόνος, πληθαίνει το φως και το σκοτάδι. Κλαις, πιάνεσαι απάνω μου, θρέφεσαι με το αίμα μου, αντρειεύεις και λαχτίζεις την καρδιά μου. Σε κρατώ στο στήθος μου, σε φοβούμαι και σε σπλαχνίζουμαι.

Σα να θάψαμε Κάποιον που τον θαρρούσαμε νεκρό και τώρα τον ακούμε μέσα στη νύχτα να φωνάζει: Βοήθεια! Κι ανασηκώνει με αγώνα την ταφόπετρα, την ψυχή και το κορμί μας, όλο πιο αψηλά, όλο πιο λεύτερα αναπνέοντας.

Κάθε λόγος, κάθε πράξη, κάθε Ιδέα είναι η βαριά του ταφόπετρα και την ανασηκώνει. Και το κορμί μου κι όλος ο κόσμος που αγναντεύουμε, ουρανός και γης, είναι η ταφόπετρα, κι ο Θεός αγωνίζεται να την ανασηκώσει.

Τα δέντρα φωνάζουν, τα ζώα, τ΄ άστρα: Χανόμαστε! Δυο χέρια, μεγάλα ίσαμε τον ουρανό, πετιούνται από κάθε ζωντανό και ζητούν βοήθεια.

Με τα γόνατα κλειδωμένα στο πιγούνι, με τα χέρια απλωμένα κατά το φως, με τις πατούσες των ποδιών στη ράχη, ένα κουβάρι, στριγμώνεται ο Θεός στο κάθε μόριο σάρκας.

Όταν ανοίγω ένα καρπό, τέτοιος μου ξεσκεπάζεται μέσα μου ο σπόρος. Όταν μιλώ με τους ανθρώπους, αυτό ξεκρίνω μέσα στο χοντρό, πηχτολάσπωτο μυαλό τους.

Ο Θεός μάχεται στο κάθε πράμα, με τα χέρια τανυσμένα προς το φως. Ποιο φως; Όξω κι απάνω από κάθε πράμα!

Δεν είναι μονάχα ο πόνος η ουσία του Θεού μας' μήτε η ελπίδα στη μελλούμενη ζωή είτε στην επίγεια τούτη' μήτε η χαρά κι η νίκη. Κάθε θρησκεία, υψώνοντας σε λατρεία μια από τις αρχέγονες όψες τούτες του Θεού, στενεύει την καρδιά και το νου μας.

Η ουσία του Θεού μας είναι ο ΑΓΩΝΑΣ. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγουνται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα.

Το ανηφόρισμα, ο πόλεμος με το αντίδρομο ρέμα, γεννάει τον πόνο. Μα ο πόνος δεν είναι ο απόλυτος μονάρχης. Η κάθε νίκη, η κάθε προσωρινή ισορρόπηση στο ανηφόρισμα γιομώνει χαρά το κάθε ζωντανό, που αναπνέει, θρέφεται, ερωτεύεται και γεννάει.

Μα μέσα από τη χαρά κι από τον πόνο αναπηδάει αιώνια η ελπίδα να ξεφύγουμε από τον πόνο, να πλατύνουμε τη χαρά.

Κι αρχίζει πάλι το ανηφόρισμα' ο πόνος' και ξαναγεννιέται η χαρά και ξαναπηδάει η νέα ελπίδα. Ποτέ δεν κλείνει ο κύκλος. Δεν είναι κύκλος' είναι ένας στρόβιλος που αιώνια ανεβαίνει, πλαταίνοντας, τυλίγοντας, ξετυλίγοντας, τον τρισυπόστατον αγώνα.

Ποιος είναι ο σκοπός του αγώνα τούτου; Έτσι ρωτάει ο κακομοίρης, συφεροντολόγος πάντα, νους του ανθρώπου, ξεχνώντας πως η Μεγάλη Πνοή δε δουλεύει μέσα σε ανθρώπινο καιρό, τόπο κι αιτιότητα.

Η Μεγάλη Πνοή είναι ανώτερη από τ' ανθρώπινα τούτα ρωτήματα. Έχει πλούσιες, πολυπλάνητες ορμές, που για το λιγόπνοο νου μας φαντάζουν αντίφασες' μα μέσα στην ουσία της θεότητας αδερφώνουνται και πολεμούν όλες μαζί, πιστές παραστάτισσες.

Η αρχέγονη Πνοή διακλαδίζεται, ξεχύνεται, μάχεται, αποτυχαίνει, πετυχαίνει, ασκείται. Είναι το Ρόδο των ανέμων!

Αρμενίζουμε κι εμείς και ταξιδεύουμε, θέλοντας το και μη, ξέροντας το κι ασύνειδα, μέσα στις θεϊκές απόπειρες. Έχει λοιπόν κι εμάς η πορεία μας στοιχεία αιώνια, χωρίς αρχή και τέλος, βοηθάει το Θεό, κιντυνεύει μαζί του.

Ποια είναι η ορμή, άπ' όλες τις ορμές του Θεού, που ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει; Τούτη μονάχα: Μιαν κόκκινη γραμμή απάνω στη γης ξεκρίνουμε, μιαν κόκκινη αιματερή γραμμή, που με αγώνα ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, από τα ζώα στον άνθρωπο.

Ο ακατάλυτος τούτος προανθρώπινος ρυθμός είναι απάνω στη γης ετούτη η μόνη ορατή οδοιπορία του Αόρατου. Φυτά, ζώα, άνθρωποι, είναι τα σκαλοπάτια που δημιουργάει ο Θεός για να πατήσει και ν' ανέβει.

Δύσκολος, φοβερός, ατέλειωτος ανήφορος. Στήν έφοδο τούτη ο Θεός θα νικήσει, θα νικηθεί; Υπάρχει νίκη; Υπάρχει νικημός; Το σώμα μας θα σαπίσει, θα ξαναγυρίσει στο χώμα, μα Εκείνος που μια στιγμή το διαπέρασε τι θα γίνει;

Μα όλες τούτες οι έγνοιες είναι κατώτερες, κι όλες οι ελπίδες κι οι απελπισίες εξαφανίζουνται μέσα στο λιμασμένο, χωνευτό στρόβιλο του Θεού. Ο Θεός γελάει, θρηνάει, σκοτώνει, μας βάνει φωτιά και μας αφήνει μεσοστρατίς, αποκαψίδια!

Κι εγώ χαίρουμαι νιώθοντας ανάμεσα στα δυο μελίγγια μου, σαν ανοιγοσφάλιγμα ματιού, την αρχή και το τέλος του κόσμου.

Συμπυκνώνω σε μιαν αστραπόχαρη στιγμή τη σπορά, το φύτρωμα, το άνθισμα, το κάρπισμα και την εξαφάνιση του κάθε δέντρου, ζώου, ανθρώπου, άστρου και θεού.

Όλη η Γης ένας σπόρος φυτεμένος μέσα στους γύρους του μυαλού μου. Ό,τι αρίφνητα χρόνια πολεμάει μέσα στη σκοτεινή μήτρα της ύλης να ξετυλιχτεί και να καρπίσει, μέσα στο κεφάλι μου ξεσπάει σα μια μικρή βουβή αστραπή.

Αχ! την αστραπή τούτη ν' ατενίζουμε, να την κρατήσουμε μια στιγμή, να την οργανώσουμε σε ανθρώπινο λόγο!

Τη στιγμιαία τούτη αιωνιότητα που τα κλείνει όλα, περασμένα και μελλούμενα, να τη στερεώσουμε, μα δίχως να χαθεί όλο το γιγάντιο ερωτικό στροβίλισμα σε λεχτικήν ακινησία!

Σα μια κιβωτό η κάθε λέξη, και χορεύουμε γύρα της, με ανατριχίλα νογώντας το Θεό σα φοβερό της περιεχόμενο.

Ό,τι ζεις στην έκσταση ποτέ δε θα μπορέσεις να το στερεώσεις σε λόγο. Όμως μάχου ακατάπαυτα να το στερεώσεις σε λόγο. Πολέμα με μύθους, με παρομοίωσες, με αλληγορίες, με κοινές και σπάνιες λέξες, με κραυγές και με ρίμες να του δώσεις σάρκα, να στερεώσει!

Όμοια κάνει κι ο Θεός, ο Μέγας Εκστατικός. Μιλάει, μάχεται να μιλήσει, με θάλασσες και με φωτιές, με φτερά, με χρώματα, με κέρατα, με νύχια, με αστερισμούς και πεταλούδες, με ανθρώπους, όπως μπορεί, για να στερεώσει την έκσταση του.

Είμαι κι εγώ, σαν κάθε πράμα ζωντανό, στο κέντρο του παγκόσμιου στροβίλου. Είμαι το μάτι των τεράστιων ποταμών, κι όλα γύρα μου χορεύουν, κι ο κύκλος στενεύει ολοένα ορμητικότερος και χύνουνται ουρανός και γης στην κόκκινη καταβόθρα της καρδίας μου.

Κι ο Θεός με αντικρίζει με τρόμο κι αγάπη' άλλη ελπίδα δεν έχει' και λέει: «Τούτος ο Εκστατικός, που όλα τα γεννάει, τα χαίρεται και τα εξαφανίζει, τούτος ο Εκστατικός είναι ο Γιος μου!»
 Α' ΣΧΕΣΗ ΘΕΟΥ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Η στερνή, η πιο ιερή μορφή της θεωρίας είναι η πράξη.

Όχι να βλέπεις πώς πηδάει η σπίθα από τη μια γενεά στην άλλη, παρά να πηδάς, να καίγεσαι μαζί της.

Η πράξη είναι η πλατύτερη θύρα της λύτρωσης. Αυτή μονάχα μπορεί να δώσει απόκριση στα ρωτήματα της καρδιάς. Μέσα στις πολύγυρες περιπλοκές του νου, αυτή βρίσκει το συντομώτερο δρόμο. Όχι βρίσκει' δημιουργάει δρόμο, κόβοντας δεξά ζερβά την αντίσταση της λογικής και της ύλης.

Γιατι αγωνίστηκες πίσω από τα φαινόμενα κυνηγώντας τον Αόρατο; Γιατί όλη ετούτη η πολεμική, η ερωτική πορεία ανάμεσα από τη σάρκα σου, από τη ράτσα, από τον άνθρωπο, από τα φυτά κι από τα ζώα; Γιατί, πέρα από τους άθλους τούτους, ο γάμος ο μυστικός, ο τέλειος εναγκαλισμός, η βακχική μαινόμενη επαφή μέσα στο σκοτάδι και στο φως;

Για να φτάσεις άπ' όπου κίνησες' στο εφήμερο, παλλόμενο, μύστηριώδικο σημείο της ύπαρξης σου, με νέα μάτια, με νέα αυτιά, με νέα γέψη, όσφρηση κι αφή, με φρένα καινούρια.

Το βαθύ, ανθρώπινο χρέος μας είναι όχι να ξεδιαλύνουμε και να φωτίσουμε το ρυθμό της πορείας του Θεού, παρά να προσαρμόσουμε, όσο μπορούμε, μαζί του το ρυθμό της μικρής, λιγόχρονης ζωής μας.

Έτσι μονάχα κατορθώνουμε να έχτελουμε κάτι αιώνιο εμείς οι θνητοί, γιατι συνεργαζόμαστε με κάποιον Αθάνατο.

Έτσι μονάχα νικούμε τη λεπτομέρεια, τη θανάσιμη αμαρτία, νικούμε τη στενότητα του μυαλού μας, μετουσιώνουμε τη σκλαβιά του χωματένιου υλικού, που μας δόθηκε να δουλέψουμε, σ' ελευτερία.

Μέσα σε όλα τούτα, πέρα άπ' όλα τούτα, όλοι οι άνθρωποι κι οι λαοι, όλα τα φυτά και τα ζώα, όλοι οι θεοι κι οι δαιμόνοι, σαν ένας στρατός, ορμούν προς τ' απάνω, συνεπαρμένοι από μιαν ακατανόητη, ακαταμάχητη Πνοή.

Την Πνοή τούτη μαχόμαστε να κάμουμε ορατή, να της δώσουμε πρόσωπο, να την τυλίξουμε μέσα σε λέξες, σε αλληγορίες και στοχασμούς και ξόρκια, να μη μας φύγει.

Μα δε χωράει στα είκοσι τέσσερα γράμματα που αραδιάζουμε' ξέρουμε, όλες τούτες οι λέξες, οι αλληγορίες, οι στοχασμοί και τα ξόρκια είναι πάλι μια νέα μάσκα που κρύβει την Άβυσσο.

Μα έτσι μονάχα, περιορίζοντας την απεραντοσύνη, μπορούμε, μέσα στα σύνορα του νεοχαραγμένου ανθρώπινου κύκλου, να δουλέψουμε.

Τι θα πει να δουλέψουμε; Να γιομώσουμε τον κύκλο τούτον με πεθυμιές, με ανησυχίες και με πράξες, ν' απλωθούμε και να φτάσουμε τα σύνορα, να μη χωρούμε πια, να ραΐζουν και να γκρεμίζουνται. Έτσι, δουλεύοντας τα φαινόμενα, πληθαίνουμε, πλαταίνουμε την ουσία.

Γι' αυτο, υστέρα από την επαφή μας με την ουσία, ο γυρισμός μας στα φαινόμενα έχει ανυπολόγιστη αξία.

Είδαμε τον ανώτατο κύκλο των στροβιλιζόμενων δυνάμεων. Τον κύκλο αυτόν τον ονοματίσαμε Θεό. Μπορούσαμε να του δώσουμε ό,τι άλλο όνομα θέλαμε: Άβυσσο, Μυστήριο, Απόλυτο Σκοτάδι, Απόλυτο Φως, Ύλη, Πνέμα, Τελευταία Ελπίδα, Τελευταία Απελπισία, Σιωπή.

Μα τον ονοματίσαμε Θεό, γιατι τ' όνομα τούτο μονάχα ταράζει βαθιά, από προαιώνιες αφορμές, τα σωθικά μας. Κι η ταραχή τούτη είναι απαραίτητη για ν' αγγίξουμε σώμα με σώμα, πέρα από τη λογική, τη φοβερην ουσία.

Μέσα στο γιγάντιο τούτον κύκλο της θεότητας, χρέος έχουμε να ξεχωρίσουμε και να συλλάβουμε καθαρά το μικρό πύρινο τόξο της εποχής μας.

Απάνω στην αδιόρατη τούτη φλόγινη καμπύλη, βαθιά, μυστικά νογώντας την ορμή αλάκερου του κύκλου, οδεύουμε αρμονικά με το Σύμπαντο, παίρνουμε φόρα και πολεμούμε.

Έτσι η εφήμερη πράξη μας, συνειδητά ακλουθώντας τη φόρα του Σύμπαντου, δεν πεθαίνει μαζί μας.

Δε χάνεται σε μυστική άνεργη ενατένιση αλάκερου του κύκλου' δεν καταφρονάει την άγια, ταπεινή καθημερινή ανάγκη.

Μέσα στο στενό αίματωμένο της αυλάκι, σκυφτή, δουλεύει στέρεα, άνετα νικώντας, μέσα σ' ένα μικρό σημείο καιρού και τόπου, τον καιρό και τον τόπο' γιατι το σημείο αυτο ακολουθάει τη θεϊκιάν ορμή αλάκερου του κύκλου.

Δε νοιάζουμαι άλλες εποχές κι άλλοι λαοί τι πρόσωπο έδωκαν στην τεράστια απρόσωπην ουσία. Τη γιόμωσαν με ανθρώπινες αρετές, με αμοιβές και τιμωρίες, με βεβαιότητες. Έδωκαν στις ελπίδες και στους φόβους τους ένα πρόσωπο, υπόταξαν σ' ένα ρυθμό την αναρχία τους, βρήκαν μιαν ανώτερη δικαιολογία να ζήσουν και να δουλέψουν. Έκαμαν το χρέος τους.

Μα εμείς ξεπεράσαμε σήμερα τις ανάγκες τούτες, συντρίψαμε τη μάσκα τούτη της Άβυσσος, δε χωράει πια κάτω από το παλιό προσωπείο ο Θεός μας.

Ξεχείλισε η καρδιά μας από νέες αγωνίες, από λάμψη και σιωπή καινούρια. Το μυστήριο αγρίεψε, πλήθυνε ο Θεός. Οι σκοτεινές δυνάμες ανεβαίνουν, πληθαίνουν κι αυτές, όλο το ανθρώπινο νησί σαλεύει.

Ας σκύψουμε στην καρδιά μας κι ας αντικρίσουμε με γενναιότητα την Άβυσσο. Ας επιχειρήσουμε να πλάσουμε πάλι το νέο σύγχρονο πρόσωπο του Θεού μας με τη σάρκα και με το αίμα μας!

Γιατί ο Θεός μας δεν είναι ένας αφηρημένος στοχασμός, μια λογική ανάγκη, ένα αρμονικό αψηλό οικοδόμημα από συλλογισμούς και φαντασίες.

Δεν είναι ένα κατακάθαρο, ουδέτερο, μήτε αρσενικό μήτε θηλυκό, άοσμο, αποσταγμένο κατασκεύασμα του μυαλού μας.

Είναι άντρας και γυναίκα, θνητός κι αθάνατος, κοπριά και πνέμα. Γεννάει, γονιμοποιεί και σκοτώνει, έρωτας μαζί και θάνατος, και πάλι ξαναγεννάει και σκοτώνει' απλόχωρα χορεύοντας πέρα από τα σύνορα της λογικής, που αυτή δεν μπορεί να χωρέσει αντινομίες.

Ο Θεός μου δεν είναι παντοδύναμος. Αγωνίζεται, κιντυνεύει κάθε στιγμή, τρέμει, παραπατάει σε κάθε ζωντανό, φωνάζει. Ακατάπαυτα νικιέται και πάλι ανασηκώνεται, γιομάτος αίμα και χώματα, και ξαναρχίζει τον αγώνα.

Είναι όλος πληγές, τα μάτια του είναι γιομάτα φόβο και πείσμα, τα σαγόνια και τα μελίγγια του είναι συντριμμένα. Μα δεν παραδίνεται, ανεβαίνει' με τα πόδια, με τα χέρια, δαγκάνοντας τα χείλια, ανεβαίνει ανένδοτος.

Ο Θεός μου δεν είναι πανάγαθος. Είναι γιομάτος σκληρότητα, άγρια δικαιοσύνη, και ξεδιαλέγει, ανήλεα, τον καλύτερο. Δε σπλαχνίζεται, δε νοιάζεται για ανθρώπους και ζώα, μήτε γι' αρετές κι Ιδέες. Όλα ετούτα τ' αγαπάει μια στιγμή, τα συντρίβει αιώνια και διαβαίνει.

Είναι μια δύναμη που χωράει τα πάντα, που γεννάει τα πάντα. Τα γεννάει, τ' αγαπάει, και τ' αφανίζει. Κι αν πούμε: ο Θεός είναι ένας άνεμος ερωτικός που συντρίβει τα κορμιά για να περάσει, κι αναθυμηθούμε πώς πάντα μέσα στο αίμα και στα δάκρυα, ανήλεα εξαφανίζοντας τ' άτομα, δουλεύει ο έρωτας, τότε λίγο πιότερο προσεγγίζουμε το φοβερό του το πρόσωπο.

Ο Θεός μου δεν είναι πάνσοφος. Το μυαλό του είναι ένα κουβάρι από φως και σκοτάδι και πολεμάει να το ξετυλίξει μέσα στο λαβύρινθο της σάρκας.

Παραπατάει, ψαχουλεύει. Αγγίζει δεξιά, γυρίζει πίσω' στρέφεται ζερβά, οσμίζεται. Αγωνιά πάνω στο χάος. Σουρτά, μοχτώντας, ψάχνοντας ακαταμέτρητους αιώνες, νιώθει αργά να φωτίζουνται οι λασπεροί γύροι του μυαλού του.

Μπροστά από το βαρύ κατασκότεινο κεφάλι του, με ανείπωτον αγώνα αρχίζει και δημιουργάει μάτια για να δει, αυτιά για ν' ακούσει.

Ο Θεός μου μάχεται χωρίς καμιά βεβαιότητα. Θα νικήσει; Θα νικηθεί; Τίποτα δεν είναι βέβαιο στο Σύμπαντο, ρίχνεται στο αβέβαιο, παίζει, κάθε στιγμή, τη μοίρα του όλη.

Πιάνεται από τα ζεστά κορμιά, άλλο μετερίζι δεν έχει. Φωνάζει βοήθεια' κηρύχνει σε όλο το Σύμπαντο επιστράτεψη.

Χρέος μας, γρικώντας την Κραυγή, να τρέξουμε κάτω από τις σημαίες του, να πολεμήσουμε μαζί του. Η να σωθούμε, η να χαθούμε μαζί του.

Ο Θεός κιντυνεύει. Δεν είναι παντοδύναμος, να σταυρώνουμε τα χέρια, προσδοκώντας τη σίγουρη νίκη' δεν είναι πανάγαθος, να προσδοκούμε μ' εμπιστοσύνη πώς θα μας λυπηθεί και θα μας σώσει.

Ο Θεός, μέσα στην περιοχή της εφήμερης σάρκας μας, κιντυνεύει αλάκερος. Δεν μπορεί να σωθεί, αν εμείς με τον αγώνα μας δεν τον σώσουμε' δεν μπορούμε να σωθούμε, αν αυτός δε σωθεί.

Είμαστε ένα. Από το τυφλό σκουλήκι στο βυθό του ωκεανού ως την απέραντη παλαίστρα του Γαλαξία, ένας μονάχα αγωνίζεται και κιντυνεύει, ο εαυτός μας. Και στο μικρό, το χωματένιο στήθος μας, ένας μονάχα αγωνίζεται και κιντυνεύει, το Σύμπαντο.

Καλά πρέπει να νιώσουμε πως δεν οδεύουμε από ενότητα Θεού στην ίδια πάλι ενότητα του Θεού. Δεν οδεύουμε από ένα χάος σε άλλο χάος. Ούτε από ένα φως σε άλλο φως' η από ένα σκοτάδι σε άλλο σκοτάδι. Τι αξία θα 'χε τότε η ζωή μας τούτη; Τι αξία θα 'χε αλάκερη η ζωή;

Μα κινήσαμε από ένα χάος παντοδύναμο, από μιαν αξεδιάλυτη, πηχτή, φως και σκοτάδι άβυσσο. Και μαχόμαστε όλοι' φυτά, ζώα, άνθρωποι, Ιδέες' στο λιγόστιγμο τούτο διάβα της ατομικής ζωής, να ρυθμίσουμε εντός μας το Χάος, να λαγαρίσουμε την άβυσσο, να κατεργαστούμε μέσα στα κορμιά μας όσο πιότερο σκοτάδι μπορούμε, να το κάμουμε φως.

Δε μαχόμαστε για το εγώ μας, μήτε για τη ράτσα, μήτε για την ανθρωπότητα. Δε μαχόμαστε για τη Γης, μήτε για Ιδέες. Όλα τούτα είναι πρόσκαιρα και πολύτιμα σκαλοπάτια του Θεού που ανηφορίζει' και γκρεμίζουνται, ευθύς ως τα πατήσει ο Θεός ανεβαίνοντας.

Στη μικρότατη αστραπή της ζωής μας, νιώθουμε να πατάει πάνω μας αλάκερος ο Θεός, και ξαφνικά νογουμε: Αν έντονα όλοι πεθυμήσουμε, αν οργανώσουμε όλες τις ορατές κι αόρατες δυνάμες της γης και τις ρίξουμε προς τ' απάνω, αν παντοτινά άγρυπνοι όλοι μαζί παραστάτες παλέψουμε' το Σύμπαντο μπορεί να σωθεί.

Όχι ο Θεός θα μας σώσει' εμείς θα σώσουμε το Θεό, πολεμώντας, δημιουργώντας, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνέμα.

Μα μπορεί όλος μας ο αγώνας να πάει χαμένος. Αν κουραστούμε, αν λιγοψυχήσουμε, αν μας κυριέψει πανικός, όλο το Σύμπαντο κιντυνεύει.

Η ζωή είναι στρατιωτική θητεία στην υπηρεσία του Θεού. Κινήσαμε σταυροφόροι να λευτερώσουμε, θέλοντας και μη, όχι τον Άγιο Τάφο, παρά το Θεό το θαμμένο μέσα στην ύλη και μέσα στην ψυχή μας.

Κάθε κορμί, κάθε ψυχή είναι Άγιος Τάφος. Άγιος Τάφος είναι ο σπόρος του σιταριού' ας τόνε λευτερώσουμε! Άγιος Τάφος είναι το μυαλό' μέσα του κείτεται ο Θεός και παλεύει με το θάνατο' ας τρέξουμε βοήθεια!

Ο Θεός δίνει το σύνθημα της μάχης, κι ορμώ κι εγώ στην έφοδο τρέμοντας.

Είτε παραπομείνω λιποτάχτης είτε πολεμήσω γενναία, πάντα θα πέσω στη μάχη. Μα τη μια φορά ο θάνατος μου είναι στείρος' μαζί με το κορμί μου χάνεται, σκορπίζεται στον άνεμο κι η ψυχή μου.

Την άλλη, κατεβαίνω στη γης, σαν τον καρπό, γιομάτος σπόρο. Κι η πνοή μου, παρατώντας το κορμί μου να σαπίζει, οργανώνει νέα κορμιά και συνεχίζει τη μάχη.

Η προσευκή μου δεν είναι κλαψούρισμα ζητιάνου μήτε ερωτικιά εξομολόγηση. Μήτε ταπεινός απολογισμός εμποράκου: σου 'δωκα, δώσε μου.

Η προσευκή μου είναι αναφορά στρατιώτη σε στρατηγό. Αυτό έκαμα σήμερα, να
 Β' ΣΧΕΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ποια είναι η ουσία του Θεού μας; Ο αγώνας για την ελευτερία. Μέσα στο ακατάλυτο σκοτάδι μια φλογερή γραμμή ανηφορίζει και σημαδεύει την πορεία του Αόρατου. Ποιο είναι το χρέος μας; Ν' ανεβαίνουμε την αιματερή τούτη γραμμή μαζί του.

Καλό είναι ό,τι ορμάει προς τ' απάνω και βοηθάει το Θεό ν' ανηφορίσει. Κακό είναι ό,τι βαραίνει προς τα κάτω, κι αμποδάει το Θεό ν' ανηφορίσει.

Όλες οι αρετές κι οι κακίες παίρνουν τώρα καινούρια αξία, λευτερώνουνται από τη στιγμή κι από το χώμα, υπάρχουν απόλυτα μέσα στον άνθρωπο, πριν και μετά τον άνθρωπο, αιώνιες.

Γιατί η ουσία της ηθικής μας δεν είναι η σωτηρία του ανθρώπου, που αλλάζει μέσα στον καιρό και στον τόπο, παρά η σωτηρία του Θεού, που μέσα από λογής λογής ρεούμενες ανθρώπινες μορφές και περιπέτειες είναι πάντα ο ίδιος, ο ακατάλυτος ρυθμός που μάχεται για ελευτερία.

Άθλιοι είμαστε οι άνθρωποι, άκαρδοι, μικροί, τιποτένιοι. Μα μέσα μας, μια ουσία ανώτερη μας μας σπρώχνει ανήλεα προς τ' απάνω.

Μέσα από την ανθρώπινη τούτη λάσπη, θεία τραγούδια ανάβρυσαν, Ιδέες μεγάλες, έρωτες σφοδροι, μια έφοδο ακοίμητη, μυστηριώδικη, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς σκοπό, πέρα από κάθε σκοπό.

Τέτοιος βώλος λάσπη είναι η ανθρωπότητα, τέτοιος βώλος λάσπη είναι ο καθένας μας. Ποιο είναι το χρέος μας; Να μαχόμαστε ν' ανθίσει ένα μικρό λουλούδι απάνω στο λίπασμα τούτο της σάρκας και του νου μας.

Πολέμα από τα πράματα, πολέμα από τη σάρκα, από την πείνα, από το φόβο, πολέμα από την αρετή κι από την αμαρτία να δημιουργήσεις Θεό.

Πώς ξεκινάει το φως από ένα άστρο και χύνεται μέσα στη μαύρη αιωνιότητα κι οδοιποράει αθάνατο; Το άστρο πεθαίνει' μα το φως ποτέ του' τέτοια κι η κραυγή της ελευτερίας.

Πολέμα, από την πρόσκαιρη συνάντηση των αντίδρομων δυνάμεων που αποτελεί την ύπαρξή σου, να δημιουργήσεις ό,τι αθάνατο μπορεί ο θνητός απάνω στον κόσμο τούτον' μιαν Κραυγή.

Αυτή, παρατώντας στο χώμα το κορμί που το γέννησε, οδοιποράει και δουλεύει αιώνια.

Ένας έρωτας σφοδρός διαπερνάει το Σύμπαντο. Είναι σαν τον αιθέρα: σκληρότερος από το ατσάλι, μαλακότερος από τον αγέρα.

Ανοίγει, διαπερνάει τα πάντα, φεύγει, ξεφεύγει. Δεν αναπαύεται στη θερμή λεπτομέρεια, δε σκλαβώνεται στο αγαπημένο σώμα. Είναι Έρωτας Στρατευόμενος. Πίσω από τους ώμους του αγαπημένου αγναντεύει τους ανθρώπους να σαλεύουν και να βογκούν σαν κύματα, αγναντεύει τα ζώα και τα φυτά να σμίγουν και να πεθαίνουν, αγναντεύει το Θεό να κιντυνεύει και του φωνάζει: «Σώσε με!»

Ο Έρωτας; Πως αλλιώς να ονοματίσουμε την ορμή που, ως ματιάσει την ύλη, γοητεύεται και θέλει να τυπώσει απάνω της την όψη της; Αντικρίζει το σώμα και θέλει να το περάσει, να σμίξει με την άλλη κρυμμένη στο σώμα τούτο ερωτική κραυγή, να γενούν ένα, να χαθούν, να γίνουν αθάνατες μέσα στο γιο.

Ζυγώνει την ψυχή και θέλει να σοφιλιάσει, να μην υπάρχουν εγώ και συ' φυσάει απάνω στη μάζα τους ανθρώπους και θέλει, συντρίβοντας τίς αντίστασες του νου και του κορμιού, να σμίξουν όλες οι πνοές, να γίνουν άνεμος σφοδρός, ν' ανασηκώσουν τη γης!

Στις πιο κρίσιμες στιγμές, ο Έρωτας συναρπάζει και σμίγει με βία τους ανθρώπους, οχτρούς και φίλους, καλούς και κακούς, είναι μια πνοή ανώτερη τους, ανεξάρτητη από την επιθυμία κι από τα έργα τους. Είναι η πνοή του Θεού, η αναπνοή του, απάνω στη γης!

Κατεβαίνει απάνω στους ανθρώπους, όπως του αρέσει. Σα χορός, σαν έρωτας, σαν πείνα, σα θρησκεία, σα σφαγή. Δε μας ρωτάει.

Μέσα στη σκάφη της γης, στις κρίσιμες τούτες ώρες, ο Θεός μοχτάει να ζυμώσει τις σάρκες και τα μυαλά και να ρίξει μέσα στον ανήλεο στρόβιλο της περιστροφής του όλη τούτη τη ζύμη και να της δώσει πρόσωπο' το πρόσωπο του.

Δεν πλαντάζει από αηδία, δεν απελπίζεται μέσα στα χωματένια, μουντά σωθικά τους. Δουλεύει, προχωράει, κατατρώει τη σάρκα τους, πιάνεται από την κοιλιά, από την καρδιά, από το φαλλό, από το νου του ανθρώπου.

Δεν είναι αυτός αγαθός οικογενειάρχης, δε μοιράζει σε όλα τα παιδιά του ίσια το ψωμί και το μυαλό. Η Αδικία, η Σκληρότητα, η Λαχτάρα, η Πείνα είναι οι τέσσερεις φοράδες που οδηγούν το άρμα του απάνω στην κακοτράχαλη μας τούτη γης.

Από την ευτυχία, από την καλοπέραση κι από τη δόξα ποτέ δεν πλάθεται ο Θεός, παρά από την ντροπή, από την πείνα και τα δάκρυα. Σε κάθε κρίσιμη στιγμή, μια παράταξη άνθρωποι ριψοκιντύνευαν μπροστά θεοφόροι και πολεμούσαν, παίρνοντας απάνω τους όλη την ευθύνη της μάχης.

Μια φορά κι έναν καιρό οι ιερείς, οι βασιλιάδες, οι αρχόντοι, οι αστοί' και δημιουργούσαν πολιτισμούς, λευτέρωναν τη θεότητα.

Σήμερα ο Θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα. Μυρίζει καπνό, κρασί κι ίδρωτα. Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά, δεν μπορεί να κοιμηθεί, φωνάζει στ' ανώγια και στα κατώγια της γης και φοβερίζει.

Ο αγέρας άλλαξε, αναπνέμε μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη σπόρους' Φωνές σηκώνουνται. Ποιος φωνάζει; Εμείς φωνάζουμε, οι άνθρωποι' οι ζωντανοι, οι πεθαμένοι κι οι αγέννητοι. Μα κι ευτύς μας πλακώνει ο φόβος και σωπαίνουμε.

Ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από αναντρία. Μα ξάφνου πάλι η Κραυγή ξεσκίζει σαν αϊτός τα σωθικά μας.
Γιατι δεν είναι απόξω, δεν έρχεται από αλάργα για να ξεφύγουμε. Μέσα στην καρδιά μας κάθεται η Κραυγή και φωνάζει.

«Κάψε το σπίτι σου!» φωνάζει ο Θεός. «Έρχουμαι! Όποιος έχει σπίτι δεν μπορεί να με δεχτεί.

»Κάψε τις Ιδέες σου, σύντριψε τους συλλογισμούς σου! Όποιος έχει βρει τη λύση δεν μπορεί να με βρει.

»Αγαπώ τους πεινασμένους, τους ανήσυχους, τους αλήτες. Αυτοί αιώνια συλλογιούνται την πείνα, την ανταρσία, το δρόμο τον ατέλειωτο' Έμενα!

»Έρχουμαι! Παράτα τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τις Ιδέες σου κι ακλούθα μου. Είμαι ο μέγας Αλήτης.

»Άκλούθα! Περπατά απάνω από τη χαρά κι από τη θλίψη, από την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την αρετή! Εμπρός! Σύντριψε τα είδωλα τούτα, σύντριψε τα, δε χωρώ! Συντρίψου και συ για να περάσω!»

Φωτιά! Να το μέγα χρέος μας σήμερα, μέσα σε τόσο ανήθικο κι ανέλπιδο χάος.

Πόλεμο στους άπιστους! Άπιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι.

Το μίσος μας είναι χωρίς συβιβασμό, γιατι κατέχει πώς καλύτερα, βαθύτερα από τις ξέπνοες φιλάνθρωπες αγάπες, δουλεύει τον έρωτα.

Μισούμε, δε βολευόμαστε, είμαστε άδικοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, ζητούμε το αδύνατο, σαν τους ερωτεμένους.

Φωτιά, να καθαρίσει η γης! Ν' ανοιχτεί άβυσσο φοβερώτερη ακόμα ανάμεσα καλού και κακού, να πληθύνει η αδικία, να κατεβεί η Πείνα και να θερίσει τα σωθικά μας, αλλιώς δε σωζόμαστε.

Μια κρίσιμη βίαιη στιγμή είναι η ιστορική εποχή μας ετούτη, ένας κόσμος γκρεμίζεται, ένας άλλος δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Η εποχή μας δεν είναι στιγμή Ισορρόπησης, οπόταν η ευγένεια, ο συβιβασμός, η ειρήνη, η αγάπη θα 'τανε γόνιμες αρετές.

Ζούμε τη φοβερή έφοδο, δρασκελίζουμε τους οχτρούς, δρασκελίζουμε τους φίλους που παραπομένουν, κιντυνεύουμε μέσα στο χάος, πνιγόμαστε. Δε χωρούμε πια στις παλιές αρετές κι ελπίδες, στις παλιές θεωρίες και πράξες.

Ο άνεμος του ολέθρου φυσάει' αυτή είναι σήμερα η πνοή του Θεού μας' ας πάμε μαζί του! Ο άνεμος του ολέθρου είναι το πρώτο χορευτικό συνέπαρμα της δημιουργικής περιστροφής. Φυσάει πάνω από τις κεφαλές κι από τις πολιτείες, γκρεμίζει τις Ιδέες και τα σπίτια, περνάει από τις ερημιές, φωνάζει: «Ετοιμαστείτε! Πόλεμος! Πόλεμος!»

Τούτη είναι η εποχή μας, καλή ή κακή, ωραία ή άσκημη, πλούσια ή φτωχή, δεν τη διαλέξαμε. Τούτη είναι η εποχή μας, ο αγέρας που αναπνέμε, η λάσπη που μας δόθηκε, το ψωμί, η φωτιά, το πνέμα!

Ας δεχτούμε παλικαρίσια την ανάγκη. Πολεμικός μας έλαχε ο κλήρος, ας ζώσουμε σφιχτά τη μέση μας, ας αρματώσουμε το κορμί, την καρδιά και το μυαλό μας! Ας πιάσουμε τη θέση μας στη μάχη!

Ο πόλεμος είναι ο νόμιμος άρχοντας του καιρού τούτου. Σήμερα, άρτιος, ενάρετος άνθρωπος είναι μονάχα ο πολεμιστής. Γιατι μονάχα αυτός, πιστός στη μεγάλη πνοή του καιρού μας, γκρεμίζοντας, μισώντας, επιθυμώντας, ακολουθάει το σύγχρονο πρόσταγμα του Θεού μας.

Η ταύτιση μας τούτη με το Σύμπαντο γεννάει τις δυο ανώτατες αρετές της ηθικής μας: την ευθύνη και τη θυσία.

Μέσα μας, μέσα στον άνθρωπο, μέσα στα σκοτεινά πλήθη, χρέος έχουμε να βοηθήσουμε το Θεό, που πλαντάει, να λευτερωθεί.

Κάθε στιγμή πρέπει να 'μαστε έτοιμοι για χάρη του να δώσουμε τη ζωή μας. Γιατι η ζωή δεν είναι σκοπός, είναι όργανο κι αυτή, όπως ο θάνατος, όπως η ομορφιά, η αρετή, η γνώση. Όργανο τίνος; Του Θεού που πολεμάει για ελευτερία.

Όλοι είμαστε ένα, όλοι είμαστε μια κιντυνεύουσα ουσία. Μια ψυχή στην άκρα του κόσμου που ξεπέφτει, συντραβάει στον ξεπεσμό της και την ψυχή μας. Ένα μυαλό στην άκρα του κόσμου που βυθίζεται στην ηλιθιότητα, γιομώνει τα μελίγγια μας σκοτάδι.

Γιατι ένας στα πέρατα τ' ουρανού και της γης αγωνίζεται. Ο Ένας. Κι αν χαθεί, εμείς έχουμε την ευθύνη. Αν χαθεί, εμείς χανόμαστε.

Να γιατι η σωτηρία του Σύμπαντου είναι και δική μας σωτηρία κι η αλληλεγγύη με τους ανθρώπους δεν είναι πια τρυφερόκαρδη πολυτέλεια παρά βαθιά αυτοσυντήρηση κι ανάγκη. Ανάγκη, όπως σ' ένα στρατο που μάχεται, η σωτηρία του παραστάτη σου.

Μα η ηθική μας ανηφορίζει ακόμα αψηλότερα. Όλοι είμαστε ένας στρατός και μαχόμαστε. Μα δεν ξέρουμε με βεβαιότητα αν θα νικήσουμε, δεν ξέρουμε με βεβαιότητα αν θα νικηθούμε.

Υπάρχει σωτηρία, υπάρχει ένας σκοπός που τον υπηρετούμε κι υπηρετώντας τον βρίσκουμε τη λύτρωση μας; ή δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει σκοπός, όλα είναι μάταια κι η συνεισφορά μας δεν έχει καμιάν αξία;

Μήτε το ένα μήτε το άλλο. Ο Θεός μας δεν είναι παντοδύναμος, δεν είναι πανάγαθος, δεν είναι σίγουρος πώς θα νικήσει, δεν είναι σίγουρος πώς θα νικηθεί.

Η ουσία του Θεού μας είναι σκοτεινή, ωριμάζει ολοένα, ίσως η νίκη στερεώνεται με κάθε γενναία μας πράξη, ίσως κι όλες τούτες οι αγωνίες για λυτρωμό και νίκη είναι κατώτερες από τη φύση της θεότητας.

Ό,τι κι αν είναι, εμείς πολεμούμε χωρίς βεβαιότητα, κι η αρετή μας, μη όντας σίγουρη για την αμοιβή, αποχτάει βαθύτατη ευγένεια.

Όλες οι εντολές αναστατώνουνται. Δε βλέπουμε, δεν ακούμε, δε μισούμε, δεν αγαπούμε πια σαν πρώτα. Ανανεώνεται η παρθενία της γης. Καινούρια γέψη παίρνει το ψωμί, το νερό, η γυναίκα. Καινούρια, ανυπολόγιστη αξία, η πράξη.

Όλα αποχτούν απροσδόκητη αγιότητα' η ομορφιά, η γνώση, η ελπίδα, ο οικονομικός αγώνας, οι καθημερινές, τάχατε ασήμαντες, έγνοιες. Παντο
 Γ' ΣΧΕΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΗΣ

Ο κόσμος τούτος, όλη η πλούσια, απέραντη σειρά τα φαινόμενα, δεν είναι απάτη, φαντασμαγορία πολύχρωμη του αντικαθρεφτιζόμενου νου μας. Μήτε απόλυτη πραγματικότητα, που ζει και μεταπλάθεται ανεξάρτητη από τη δύναμη του νου μας, λεύτερη.

Δεν είναι η λαμπερή στολή που ντύνει το μυστικό σώμα του Θεού. Μήτε το διάφανό και σκοτεινό μεσότοιχο αναμεσός ανθρώπου και μυστηρίου.

Όλος τούτος ο κόσμος που θωρούμε, γρικούμε κι αγγίζουμε είναι η προσιτή στις ανθρώπινες αίστησες, όλο Θεό συμπύκνωση των δυο τεράστιων δυνάμεων του Σύμπαντου.

Μια δύναμη κατηφορίζει και θέλει να σκορπίσει, ν' ακινητήσει, να πεθάνει. Μια δύναμη ανηφορίζει και ζητάει ελευτερία κι αθανασία.

Αιώνια τα δυο τούτα στρατέματα, τα σκοτεινά και φωτερά, τα στρατέματα της ζωής και του θανάτου, συγκρούονται. Τα ορατά για μας χνάρια της σύγκρουσης τούτης είναι τα πράματα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι.

Αιώνια οι αντίθετες δυνάμες συγκρούονται, σμίγουν, παλεύουν, νικούν και νικουνται, συβιβάζουνται και ξαναρχίζουν πάλι να πολεμούν σε όλο το Σύμπαντο' από τον αόρατο στρόβιλο σε μια στάλα νερό ως τον απέραντο αστροκατακλυσμό του Γαλαξία.

Στρατόπεδο αλάκερου του Θεού είναι και το πιο ταπεινό έντομο κι η πιο μικρή Ιδέα. Μέσα τους όλος ο Θεός είναι παραταγμένος σε κρίσιμη μάχη.

Και στο πιο ασήμαντο μόριο γης κι ουρανού ακούω το Θεό μου να φωνάζει: Βοήθεια!

Το κάθε πράμα είναι αυγό, και μέσα του το σπέρμα του Θεού ανήσυχο, ακοίμητο δουλεύει. Αρίφνητες δυνάμες απομέσα του κι απόξω παρατάζουνται και το υπερασπίζουν.

Με το φως του μυαλού, με τη φλόγα της καρδίας πολιορκώ την κάθε φυλακή του Θεού, ψάχνοντας, δοκιμάζοντας, χτυπώντας, ν' ανοίξω μέσα στο φρούριο της ύλης θύρα, να δημιουργήσω μέσα στο φρούριο της ύλης τη θύρα της ηρωικής έξοδος του Θεού μας.

Πολέμα, ενεδρεύοντας με υπομονή τα φαινόμενα, να τα υποτάξεις σε νόμους. Έτσι ανοίγεις δρόμους στο χάος και βοηθάς το πνέμα να βαδίσει.

Βάλε τάξη, την τάξη του μυαλού σου, στη ρεούμενη αναρχία του κόσμου. Καθαρά χάραξε απάνω στην άβυσσο το σχέδιο της μάχης.

Πάλεψε με τις φυσικές δυνάμες, ανάγκασε τις να ζευτούν σε σκοπόν ανώτερο τους. Λευτέρωσε το πνέμα που αγωνίζεται μέσα τους και λαχταράει να σμίξει με το πνέμα που αγωνίζεται στα σωθικά σου.

Όταν στο χάος ο άνθρωπος παλεύοντας υποτάξει μια σειρά φαινόμενα στους νόμους του μυαλού του κι αυστηρά τους νόμους τούτους περικλείσει στο λόγο, ο κόσμος ανασαίνει, ταχτοποιούνται οι φωνές, ξεκαθαρίζουνται τα μελλούμενα κι όλες οι σκοτεινές ατέλειωτες ποσότητες των αριθμών λευτερώνουνται υποταζόμενες στη μυστική ποιότητα.

Με τη βοήθεια του νου μας βιάζουμε την ύλη να 'ρθει μαζί μας. Ξεστρατίζουμε τις δυνάμες που κατηφορούν, αλλάζουμε το ρέμα, μετουσιώνουμε τη σκλαβιά σε ελευτερία.

Δε λευτερώνουμε μονάχα Θεό παλεύοντας κι υποτάζοντας τον ορατόο γύρα μας κόσμο' δημιουργούμε Θεό.

Άνοιξε τα μάτια σου, φωνάζει ο Θεός' θέλω να δω! Στύλωσε τ' αυτιά σου, θέλω ν' ακούσω! Πήγαινε μπροστά' είσαι η κεφαλή μου!

Η πέτρα σώζεται αν τη σηκώσουμε από τη λάσπη και τη χτίσουμε σ' ένα σπίτι ή αν σκαλίσουμε απάνω της το πνέμα.

Ο σπόρος σώζεται' τι θα πει σώζεται; λευτερώνει το μέσα του Θεό' ανθίζοντας, καρπίζοντας, ξαναγυρίζοντας στο χώμα' ας βοηθήσουμε το σπόρο να σωθεί.

Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα κύκλο δικό του από πράματα, από δέντρα, ζώα, ανθρώπους, Ιδέες' και τον κύκλο τούτον έχει χρέος αυτός να τον σώσει. Αυτός, κανένας άλλος. Αν δεν τον σώσει, δεν μπορεί να σωθεί.

Είναι οι άθλοι οι δικοι του που έχει χρέος να τελέψει προτού πεθάνει. Αλλιώς δε σώζεται. Γιατι η ίδια η ψυχή του είναι σκορπισμένη, σκλαβωμένη στα πράματα τούτα γύρα του, στα δέντρα, στα ζώα, στους ανθρώπους, στις Ιδέες, κι αυτή, την ψυχή του, σώζει τελώντας τους άθλους.

Αν είσαι αργάτης, δούλευε τη γης, βόηθα τη να καρπίσει. Φωνάζουν οι σπόροι μέσα από τα χώματα, φωνάζει ο Θεός μέσα από τους σπόρους. Λευτέρωσε τον. Ένα χωράφι προσμένει από σένα τη λύτρωση, μια μηχανή προσμένει από σένα την ψυχή της. Πια δεν μπορείς να σωθείς, αν δεν τα σώσεις.

Αν είσαι πολεμιστής, μη λυπάσαι, δεν είναι στην περιοχή του χρέους σου η συμπόνια. Σκότωνε τον οχτρό ανήλεα. Μέσα από το σώμα του οχτρού άκου το Θεό να φωνάζει: «Σκότωσε το σώμα τούτο, μ' εμποδίζει' σκότωσε το να περάσω!»

Αν είσαι σοφός, πολέμα στο κρανίο, σκότωνε τις Ιδέες, δημιούργα καινούριες. Ο Θεός κρύβεται μέσα σε κάθε Ιδέα, όπως μέσα σε σάρκα. Σύντριψε την Ιδέα, λευτέρωσε τον! Δώσε του μιαν άλλη Ιδέα, πιο απλόχωρη, να κατοικήσει.

Αν είσαι γυναίκα, αγάπα. Διάλεξε, ανάμεσα άπ' όλους τους άντρες, με σκληρότητα, τον πατέρα των παιδιών σου. Δε διαλέγεις εσύ' διαλέγει ο άναρχος, ακατάλυτος, ανήλεος μέσα σου αρσενικός Θεός. Τέλεψε όλο σου το χρέος, το γιομάτο πίκρα, έρωτα κι αντρεία. Δώσε όλο σου το κορμί, το γιομάτο αίμα και γάλα.

Να λες: Ετούτος, που κρατώ στον κόρφο μου και τον βυζαίνω, θα σώσει το Θεό. Ας του δώσω το αίμα μου όλο και το γάλα.

Βαθιά, απροσμέτρητη η αξία του ρεούμενου τούτου κόσμου: από αυτόν πιάνεται ο Θεός κι ανεβαίνει' από αυτόν θρέφεται ο Θεός και πληθαίνει.

Ανοίγει η καρδιά μου, φωτίζεται ο νους, και μονομιάς το φοβερό τούτο στρατόπεδο του κόσμου μου ξεσκεπάζεται ερωτικιά παλαίστρα.

Δυο σφοδροί αντίθετοι άνεμοι, ο ένας αρσενικός, ο άλλος θηλυκός, συναντήθηκαν και συγκρούονται σ' ένα σταυροδρόμι. Σοζυγιάστηκαν μια στιγμή, πύκνωσαν, γένηκαν ορατοι.

Το σταυροδρόμι τούτο είναι το Σύμπαντο. Το σταυροδρόμι τούτο είναι η καρδιά μου.

Από το πιο σκοτεινό μόριο ύλης ως τον πιο μεγάλο στοχασμό, μεταδίνεται ο χορός της γιγάντιας ερωτικιάς σύγκρουσης.

Η όλη είναι η γυναίκα του Θεού μου' οι δυο μαζί παλεύουν, γελούν και κλαίνε, φωνάζουν μέσα στο θάλαμο της σάρκας.

Γεννοβολούν, μελίζουνται. Γιομώνουν στεριά και θάλασσα κι αγέρας από φυτολόι, ζωολόι, ανθρωπολόι και πνέματα, το αρχέγονο ζευγάρι μέσα στο κάθε ζωντανό αγκαλιάζεται, διαμελίζεται και πληθαίνει.

Όλη η αγωνία του Σύμπαντου συμμαζωμένη ξεσπάει στο κάθε ζωντανό και ο Θεός μέσα στη γλύκα, μέσα στην πίκρα της σάρκας κιντυνεύει.

Μα τινάζεται, πηδάει από τα φρένα κι από τα λαγόνια, χιμάει, πιάνεται από καινούρια λαγόνια και φρένα, και ξεσπάει πάλι απαρχής ο αγώνας για την ελευτερία.

Για πρώτη φορά, απάνω στη γης ετούτη, μέσα από το νου κι από την καρδιά μας, κοιτάζει ο Θεός τον αγώνα του.

Χαρά! Χαρά! Δεν ήξερα πως ο κόσμος τούτος είναι τόσο ένα μαζί μου, πως όλοι είμαστε ένας στρατός, πως οι ανεμώνες και τ' άστρα μάχουνται, δεξά ζερβά μου, και δε με γνωρίζουν, μα εγώ στρέφουμαι και τους γνέφω.

Θερμό, αγαπημένο, γνώριμο, μυρίζοντας σαν το κορμί μου, είναι το Σύμπαντο. Έρωτας μαζί και πόλεμος, σφοδρή ανησυχία, επιμονή κι αβεβαιότητα.

Αβεβαιότητα και τρόμος. Σε μια βίαιη αστραπή ξεχωρίζω: στην πιο αψηλή κορφή της δύναμης αγκαλιάζουνται' το πιο στερνό, το πιο φοβερό αντρόγυνο- ο Τρόμος κι η Σιγή. Κι ανάμεσα τους μια Φλόγα.
 Η ΣΙΓΗ

Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου' ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»

Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.

Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει' τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.

Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.

Από που ερχόμαστε; Που πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.

Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν' απαντήσει. Θα 'ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα 'ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.

Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.

Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.

Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοι και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:

Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής' δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!

Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αίωνιότητα, το κάθε σημείο -θες έντομο, θες άστρο, θες Ιδέα' γίνεται χορός.

Ηταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!

Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατι το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατι είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.

Σιγή θα πει: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας' πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει' ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.

Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την Άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.

Είναι πια η Άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!

Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της Άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους' καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.

Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν' ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν' ανοιχτεί δεν υπάρχει.

Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.

Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:

ΠΙΣΤΕΥΩ Σ' ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ' ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ' ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ' ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.

«ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΚΟΥΩ.

ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.»

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.»

ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!

ΤΕΛΟΣ
 
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2014     


 
















              ΑΓΚΑΛΙΤΣΕΣ........  




                                                                                                                 

                      

Εμμμ, τώρα κατάλαβα. ...... εδώ θα ήταν η φάση που έβλεπε τις νεαρες με τα μπικίνι. ........

                                             
















 καλημέρες ανοιξιάτικες...!!!!!!!






ΜΕ ΧΑΜΟΓΕΛΑ !!!!!!




ΦΩΤΕΙΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ





ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ ΧΑΡΑΣ !!!!!!!!

 …ν’ αγαπιέσαι ή ν’ αγαπάς;
ν’ αγαπώ.
...........................................
νυν ή αεί;
αεί
την χαράν ή την λύπην;
την χαρά
την λύπην ή την ανίαν;
την λύπη
τον άνθρωπο ή τον πόθο;
τον πόθο

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ “ΤΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ”
ΑΠΡΙΛΙΟΣ, 2014
 Πόσο θα ήθελα να σβησω τη λύπη από των ανθρώπων τα ματια...
Να είχα εκείνο το μαγικό κρυσταλλο που είναι χαμένο βαθεια στην χώρα του πουθενά. ..στην χώρα των δακρύων. ..
Εκεί που κανείς τον δρομο δεν γνωρίζει. ...
Πάνω από τα σύννεφα πως να πετάξεις. ...είναι πολύ ψηλά ....
Κι εκείνο το μοναδικο νυχτολουλουδο, μαραθηκε... δίχως μία σταλα αγάπης. ...
Παντού καταχνια....
Με κούρασε η αδιαφορια, το δήθεν, οι μασκες αυτου του κόσμου ...
Κάτω από τον ίσκιο του δέντρου της ληθης ... σιωπηλά να κουρνιάσω ...... να χαθώ. .....



 
      



                


 Θαθελα να φτιάξω έναν ουρανό
ναχω τώρα που νυχτωσε ένα στερέωμα να κοιτάζω
Θα τοκαμνα μεγαλο με σχήματα παράξενα
Θα τουβαζα αντις από ’να,
Δύο φεγγάρια ανόμοια
Το’να σαν μικρό παιδί. ..... τ άλλο μεγαλο σαν παράπονο.

Οδυσσέας Ελυτης
....άκουσε τα δάκρυα πως κυλούν
Όμοια με δέντρ’ ασαλευτα
Βουβα
Και
Ερημα
Σαν πέφτει η νύχτα.

Κι όμως ο κήπος
Λεω
Με τ’ αμέτρητα παραθυρα
Ηταν απεραντος
Κι οι πρασιναδες του
Εφταναν κάτω κοντά στη θάλασσα
......

Ν. Ε.


 - καλημέρα...!
- τι ειπες;
- καλημέρα είπα...!!!
- δεν άκουσα, τι ειπες;;
- καλημέραααααααα ειπαααααα!!!!!!!

...γιατι έφυγε;;; τρόμαξε;;;;


   




 καλο μεσημεράκι στην όμορφη γειτονίτσα μας...!!!!!
 






 ασε το φαί μου είπαααα!!!!!!! 

θα σου φάω το αυτί!!!






ΑΓΚΑΛΙΤΣΑ;;; 


...άκουσε τα δάκρυα πως κυλούν
Όμοια με δέντρ’ ασαλευτα
Βουβα
Και
Ερημα
Σαν πέφτει η νύχτα.

Κι όμως ο κήπος
Λεω
Με τ’ αμέτρητα παραθυρα
Ηταν απεραντος
Κι οι πρασιναδες του
Εφταναν κάτω κοντά στη θάλασσα
......Ν. Ε. 






 Γλυκακι ;
Θα παρεις ;
Να σε κερασω ;








Καλημέρα όμορφη γειτονιτσα μου!!!!!





 ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ,
ΕΥΧΕΣ,

Χρονια Πολλά και χρονια καλύτερα
σε ολες και ολους που γιορτάζουν !!!


21 ΜΑΙΟΥ 2014
 ....σα να μην υπήρξαμε ποτέ

κι όμως πονέσαμε απ' τα βάθη.

Ούτε που μας δόθηκε μία εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.

Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.

Και λέγαμε πως δεν έχει καιρό η αγάπη
να φανερωθεί ολόκληρη.

Μία μουσική
άξια των συγκινήσεών μας
δεν ακούσαμε.

Βρεθήκαμε σ΄ ένα διάλειμμα του κόσμου

ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

Θα σωθούμε από μία γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια.

Χαίρετε άνθη σιωπηλά
με των καλύκων την περισυλλογή
ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας.

Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί

ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.

Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη
και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.

Ω, θα γυρίσουμε στην ομορφιά
μια μέρα...

Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει, η ψυχή τη μοναξιά της.

Ν. Κ.









 "


.....στο τελος
τα όνειρά μας θα μας σωσουν . "







 




ΜΑΙΟΣ 2014


 

"Και μην έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου κακού τη σκάλα για τ΄ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αισθανθείς να σου φυτρώνουν, ω χαρά, τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!”






 …εκκρεμώ
στα μικρά της ψυχής
τα μεγάλα.

Γ. Π.




 Αυτό που ποτέ δεν κατάλαβα
με ξυπνάει κάθε νύχτα και λέει:
"όσα έστειλες ποτέ μου δε τα ‘λαβα
και όσα μου ξόφλησες γίνανε χρέη"...

Γ. Π.






 ....μες στην ορμή της ερημιάς
γινόμαστε διάφανοι.....



Ν.Κ.










 ..........
αρχίζει με χειροκροτήματα το ποίημα........

   ματάρες!!!



                                    

 Μια βαρκούλα του χρόνου η στιγμή
που απ’ τη μια μεριά γράφει «έλα μπες»
και στην άλλη γραμμένο έχει ένα «μη»
έτσι ορίζει τι μένει και τι το περνάει στο χθες…

Η στιγμή στο βασίλειο του χρόνου ο νόμος
μα γυρνώντας αλλάζει και λέει κάποτε: «κι όμως
ό,τι αξίζει με ορίζει και το αφήνω να ζει».

Η αγάπη που δίνεις είναι η αιώνια στιγμή
δεν την παίρνει ο χρόνος
αυτή είναι του νόμου το «όμως…»
αυτή έχει γράψει στη βάρκα το «μη».
-Γιώργος Ποταμίτης-





 Όποιες φωνές ακούσεις μη σε παρασύρουν
σφάξε τη μιά ομορφιά να πιεί το αίμα η άλλη.
Κορόνα γράμματα να παίξεις
τις ώρες και τα χρόνια
μόνος με την έρημο αντίπαλο.

Νίκος Καρούζος


 Θέλω ν' ακούσεις το μεγάλο μυστικό
για πάντα πέφτει ο καρπός απ το δέντρο.
εν τούτοις εκεί που χάνεται ο δρόμος
να τραβήξεις...
Ότι να σε καλέσει
δεν είναι για επιστροφή
τα δάκρυα κι ο πόνος κοφτερός
είναι μέσα στο παιχνίδι.

Ν.Κ.




 Αν είδατε τη μοναξια  ποτέ  πίσω απ'  το  τζάμι
να σας απειλεί
μ' ένα μαχαίρι σιωπή
που αργά θα σχίσει το δικό σας στήθος
όπως φάντασμα την πόρτα περνά
με γελαστά τα εξογκωμένα μήλα
και να στέκει-
θα με αγαπήσετε, είναι γυμνό
σαρώθηκε αυτό το μεσημέρι.

Νίκος Καρούζος






 ....όλα κοστίζουν ένα παίξιμο
πάρε μαζί σου τον έρωτα
κι εκείνα τα όνειρα
έλα στην κάτω γειτονιά και πες:  κορόνα γράμματα
εκεί που χάνεται η ψυχή να βυθιστείς.
.........

Ν.Κ.




 ...κάτοικε του ονείρου
μαζεύω τη φωνή μου από κάθε άκρη
...........
.......για τη μεγάλη αποκάλυψη
ρίχνω στον άνεμο μακρόσυρτη αγάπη:
Την θέλω εγώ την απελπισία μου
δεν την ανταλλάσσω με θαλπωρή άλλη
..........
κάλλιο να πλανηθεί ο χαρταετός μου
δε θέλω πιά ν' αγγίξω τα χρώματά του
κλείνω τα μάτια μου για να δω...
.................
....για πάντα να μην έχεις
τίποτα....
.........
σ' αυτή την άξαφνη γιορτή του δευτερόλεπτου
που παραδίδεται ο κόσμος.


Ν.Κ.



 



 ......πότε κλαίγοντας για κείνα που ξεχνάμε
πότε λησμονώντας για τι ακριβώς κλάψαμε
γυμνοί από λόγια που δεν θα ξαναπούμε
ήσυχοι πάμε, πράοι
κι ανυποψίαστα ά λ λ ο ι ....

Γ. Π.

εικόνα:
'Ερως και Ψυχή', πίνακας του William-Adolphe Bouguereau









.....δεν υπάρχει θρησκεία ανώτερη της αλήθειας. ...
  Ιησούς της Ναζαρέθ




     
ΟΧΙ, ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ!!!!!!!!






Μα τόση νοστιμια πια 
έχουν τα αυτακια της;;;;





ΝΑΝΙ........




 Ματια υγρά ......
Καλό ξημέρωμα. .....


( Ο ΑΝΟΗΤΟΣ ΟΥΤΕ ΣΥΓΧΩΡΕΙ ΟΥΤΕ ΞΕΧΝΑ. Ο ΑΦΕΛΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΕΙ ΚΑΙ ΞΕΧΝΑ. Ο ΕΞΥΠΝΟΣ ΣΥΓΧΩΡΕΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΞΕΧΝΑ)




 Ονειρα γλυκά. ...






ΔΙΨΑ.....


ΙΠΤΑΜΕΝΗ ΓΑΤΑ!!!
 Σαν ψυχή η βροχή που κυλάει στο τζάμι
που σαλεύει και κλαίει και πότε πότε γελά
για ότι ζει εκεί μέσα σα να ζει σε θαλάμη
και θολώνει το τζάμι να μη το βλέπει καλά…
πως αλλάζει μορφή η βροχή
στη ζωή μας σαν στάζει
σαν υγρή παγωμένη ψυχή
τι κοιτά στο γυαλί και τρομάζει;

εκεί στη σκάλα που κανείς δεν περνά
ποια να κοιτάζει αόρατα ίχνη
κι όλο χαϊδεύουν σκαλοπάτια γυμνά
οι υγρές οι ματιές που τους ρίχνει;

τι να βλέπει που κανείς δεν γνωρίζει
κι από τοίχο σε τοίχο ποια σκιά να ζητά
και τόσα δάκρυα σε ποιόν τα χαρίζει
που βρέχει από ώρα με αναφιλητά;

Γιώργος Ποταμίτης
"Εθελουσία Οδός" 

  
"Κύματα Κυριακής τα μάτια μου
κύματα μοναξιάς τα χέρια μου.."    












 πάντα θά 'χουμε ανάγκη από ουρανό......








 βρείτε τις διαφορές....








 "Η στοργή είναι αφάνταστα ανώτερη απ’ τον έρωτα, και, εκ των πραγμάτων, ασυμβίβαστη μ’ αυτόν."

Γιώργος Ιωάννου    Για Ενα Φιλότιμο
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ







 την ποίησιν ή την δόξα;
την ποίηση


το βαλάντιον ή την ζωή;
τη ζωή
Χριστόν ή Βαραββάν;
Χριστόν
την Γαλάτεια ή μιαν καλύβην;
την Γαλάτεια
την Τέχνη ή τον θάνατο;
την Τέχνη
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
την Ηρώ ή τον Λέανδρο;
την Ηρώ
την σάρκα ή τα οστά;
την σάρκα
τη γυναίκα ή τον άνδρα;
τη γυναίκα
το σχέδιον ή το χρώμα;
το χρώμα
την αγάπη ή την αδιαφορία;
την αγάπη
το μίσος ή την αδιαφορία;
το μίσος
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
τον πόλεμο
νυν ή αεί;
αεί
αυτόν ή άλλον;
αυτόν
εσένα ή άλλον;
εσένα
το άλφα ή το ωμέγα;
το άλφα
την εκκίνηση ή την άφιξη;
την εκκίνηση
την χαράν ή την λύπην;
την χαρά
την λύπην ή την ανίαν;
την λύπη
τον άνθρωπο ή τον πόθο;
τον πόθο
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
ν’ αγαπιέσαι ή ν’ αγαπάς;
ν’ αγαπώ

“ΤΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ”

“ΕΛΕΥΣΙΣ” (1948)     Νίκος Εγγονόπουλος







ΞΑΦΝΙΚΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ !!!!!!!! 









 










 Οι αληθινές κουβέντες δεν είναι πάντα όμορφες ......

Και οι όμορφες κουβεντες δεν είναι πάντα αληθινές .....

        









 Αυτούς που ονειρεύονται τους αναγνωρίζεις, έχουν στα μάτια ένα πέπλο θλίψης.
Έχουν τη μελαγχολία αποκοιμισμένη στην άκρη των χειλιών, έχουν το ύφος ανθρώπου που κάτι ψάχνει απελπισμένα.
Το ονείρεμα είναι κουραστικό, δεν είναι για τον καθένα.
Είναι για τους θαρραλέους όπως η θάλασσα και η αγάπη.

Ρομπέρτο Μπενίνι







 τι να βλέπει άραγε

με τόση αφοσίωση;;;



















ίσως κι αυτό το καυγαδάκι;....





 βολτα....;
έτοιμη είμαι!!!!!!











 χθες... 
 αναμνηση....










χαμόγελο στα μάτια της.....




ξέφωτο...

(λίμνη Μελισσάνη, Κεφαλλονιά)











δύει η μέρα......




 




 Πολύ σπανια συμβαίνει η ευτυχία να είναι τόσο ολοκληρωμένη
και να μην φερνει μαζί της έστω και ελάχιστη θλίψη.

Μιγκελ Ντε Θερβαντες





Γλυκές ευχές για ένα όμορφο βραδάκι Παρασκευής, και ένα πολύ χαρούμενο και (μακάρι!!!!!) ηλιόλουστο σαββατοκυριακο για ολους!!!!!













 








 Ένα λάθος δεν γίνεται αλήθεια επειδή είναι ευρέως διαδεδομένο, ούτε η αλήθεια γίνεται λάθος επειδή δεν τη βλέπει κανείς.

Μαχάτμα Γκάντι





 Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη.

Mahatma Gandhi











"Ο μόνος τύραννος που δέχομαι είναι η σκληρή φωνή μέσα μου."

Μ.Γ.




 Τα εφτά που δεν πρέπει να έχεις:

Πλούτο χωρίς μόχθο,

Γνώση χωρίς χαρακτήρα,

Πολιτική χωρίς αρχές,

Απόλαυση χωρίς συναίσθημα,

Εμπόριο χωρίς ήθος,

Επιστήμη χωρίς ανθρωπιά,

Αγάπη χωρίς θυσία.

Μ.Γ.




 



 "Πρέπει να ζούμε σαν να πρόκειται να πεθάνουμε αύριο και να μελετάμε σαν να πρόκειται να ζήσουμε για πάντα."

M.G.






 τιιιιι;;;;

αυτός είμαι εγώωω;;;







 " Η `ευγνωμοσυνη` ειναι μια ασθενεια, απο την οποια υποφερουν μονο τα σκυλια ." Γιοζεφ Σταλιν
 "το `ευχαριστω` ειναι προστυχη πληρωμη. Οταν δυο ανθρωποι ζουνε ο ενας με την ανασα του αλλου, δεν χωραει πληρωμη"
Νικος Καββαδιας

 μπροστα στον αποχαιρετισμο της σιωπης, ενα δακρυ γιατρευει την οραση μου, δινοντας ζωη σε εικονες ....
παντα θα νοιωθω γυμνη....
οταν εγκαταλειποντας τον πλουτο της σιωπης....
ανακαλυπτω την γυμνια...
την ενδοια απο λεξεις....

κι η λαχταρα να ενωσω εικονα με μουσικη, παντα διαφορετικη, παντα αλλοκοτη, μα απεραντα ανακουφιστικη....
θα φερνει δακρυα λυτρωσης μεσα στην σκληρη αγκαλια της αληθειας μου .... 

βροχη


 " μια αστραπη η ζωη μας, μα προλαβαινουμε .."
Νικος Καζαντζακης


 



 "αγαπη ειναι να δεσεις μια κουνια στ αστρα..."

Ναζιμ Χικμετ

(επηρεσμενη απο την ομορφη αναρτηση της Μαριας +Desertbird, που πολυ σωστα την αποκαλει λεβεντισσα ο +spartakos g, ....σας στελνω αυτο τον στιχο ....καληνυχτα...καλον υπνο...καλο ξημερωμα...
ονειρα γλυκα....




 ........να ελπιζεις. ...να ελπιζεις πάντα ....πως ανάμεσά εις τους ανθρώπους
που τους ρημαζει η τρομερη "ευκολία"
θα συναντήσεις απαλες ψυχές με τρόπους
που τους διέπει καλωσυνη , ποθος ευγενειας , ηρεμία..........
άσε τους γύρωθε σου να βουρλιζονται πως κάνουν κατι .........
ΣΟΝΝΕΤΟ ΜΆΛΛΟΝ ΑΠΑΙΣΙΌΔΟΞΟ
            -Νίκος Εγγονόπουλος-




               παμε βόλτα;;;;;




Δεν είμαι εδώ...
έφυγα..................................




















 




 

 




  


οι ομορφες κουβεντες δεν ειναι παντα αληθινες...

και οι αληθινες κουβεντες δεν ειναι παντα ομορφες...







κριμαααα
ούτε λίγοοοο;;;
 
















 

Μια ένοχη συνείδηση έχει ανάγκη να εξομολογηθεί. Ένα έργο τέχνης είναι μια εξομολόγηση.

Αλμπέρ Καμύ



χορος με την σκιά του.



τικλ... τικλ........






και ένα...
και δύο.....
ξανα!!!!
...και ένα....
και δύοοοο.........






φιλοι.....






Κάστρο Θάσος



θασος
 







 Σκιάθος




 Παραλία Μαρμαρων, Θάσσος





 Παραλία Μαρμαρων, Θάσσος







Κουφονήσια.




νήσος Φανος, κοντά στην Κέρκυρα



Λίμνη Μελισσάνη
Κεφαλλονιά



Ελαφονήσι,
Κρήτη




 Ελαφόνησος, Κρήτη




Ζάκυνθος,
Γαλάζια Σπηλιά





Θάσσος, παραλία Μεγάλη Σαλιάρα





 παραλία Απέλλα, Κάρπαθος



                  Αιολίς, Θάσος







παμε βόλτα.....



 παραλία Αντίσαμος






όλοι......




 








 Η λύπη ομορφαίνει

επειδή της μοιάζουμε.

Οδυσσέας Ελύτης












παλι....βρεχει.....
ποιος μας εκλεψε το καλοκαιρι;
να το φερει αμεσως πισωωωω !!!!



 



            


Μάτια θολά, που κράτησαν εικόνες θαλασσινές...

Μανόλης Αναγνωστάκης

















 μία αλήθεια μου που ήθελα να μοιραστώ......

τις προηγούμενες μέρες φιλοξενήσαμε στο σπίτι συγγενείς.....
που συναντήσαμε για πρώτη φορά....
από ένα μέρος πολύ μακρινό.......
ήταν τρίτης γενιάς.....συγγενείς....
με σμίξεις τοπικές,
από έναν προπάππο που μετανάστευσε εκεί, και ποτέ δεν επέστρεψε στην πατρίδα...
ωστόσο... έφτιαξε οικογένεια, διέπρεψε κοινωνικά, τα παιδιά του έφτιαξαν οικογένειες...κι εκείνα με τη σειρά τους δικές τους  οικογένειες...
έζησα απίστευτα δυνατές στιγμές συγκίνησης....
συναισθήματα που με γέμισαν σαν άνθρωπο, που δεν γνώριζα ότι θα ζούσα....
είναι τόσο μα τόσο απρόβλεπτη και γλυκιά η ζωή μας...
είναι απίστευτα τα συναισθήματα που μας πλημμυρίζουν...
ας τα ζήσουμε όλα λοιπόν...!!! μέχρι στάλα..!!!

έτσι απίστευτα γλυκιά να είναι η κάθε σας  στιγμή,
το εύχομαι μεσα από την ψυχή μου...!!!







  συννεφα...πουλια.....
στα ταξιδια σας που πατε....
τα αλαργινα.......
....
.........

κι απο `κει μακρυα...
να μου φερετε κι εμενα
τη χαρα........




 Μάνος Χατζιδάκις: Ο “ποιητής” των ονείρων μας

Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες.
Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ’ όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ’ την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ’ την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το ’32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.

Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ’ επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ’ απομάκρυναν ύπουλα απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ’ το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.

Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ’ ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.

Το ’66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς – ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το ’72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του ’74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων – μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.

Από το ’75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ’ έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ’ ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού, εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα.

Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι :

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.

Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.

Μάνος Χατζιδάκις



 Μάνος Χατζιδάκις: Ο “ποιητής” των ονείρων μας

Ερωτικό

Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρείς είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Eίτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’ άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ’ στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ’ το παραθυρό σου
Το προσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα



ονειρα
πολλά ........... 










 Μάνος Χατζιδάκις: Ο “ποιητής” των ονείρων μας

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.


Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.






Μάνος Χατζιδάκις: Ο “ποιητής” των ονείρων μας

Παιδί της γης

Παιδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι που σε φαντάζομαι
Σαν αστραπή
Μπλέκω τα δάκτυλα
Κλείνω τα μάτια μου
Και σ’ ονομάζω Μουσική

“Δεν σε πληγώνω αφέντη μου
Φιλιά σου δίνω'

Παδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι όπως μεσ’ στη θύμηση
Θυμίζεις τ’ όνειρό σου
Βγαίνουν μορφές πιο δυνατές
Κι απ΄την μορφή του Χάρου

“Δεν σε πληγώνω αφέντη μου
Φιλιά σου δίνω'

Παδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι που σε φαντάζομαι
Με τη φλογέρα και τον αητό
Στον ώμο σου
Χαράζεις μια τον Θάνατο
Και τον γυρνάς σε ωραίο σκοπό








 Μάνος Χατζιδάκις: Ο “ποιητής” των ονείρων μας

Το ποτάμι

Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζούνε δυο μικρά παιδιά

Τόνα βλέπει δεν ακούει
Τ’ άλλο ακούει μα δε βλέπει

Και τα δυο ξέρουν πως πρέπει
Να ‘χουν μόνο μια καρδιά

Εκεί κάτω στο ποτάμι
Τα παιδιά μένουν παιδιά

Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και τη θάλασσα ποτίζει

Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζει μια δύστυχη τρελή

Π’ αγαπούσε ένα πουλί
Το παιδί που δεν ακούει

Της σκοτώνει το πουλί
Κι από τότες δε γνωρίζει

Πως την βλέπει το ποτάμι
Σαν γυναίκα ή σαν πουλί;

Το ποτάμι όλο γεμίζει
Κι απ’ τη θλίψη ξεχειλίζει

Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζούσ’ ο κύριος Δικαστής

Κυνηγούσε τα θηρία
Κι αγαπούσε μια Κυρία

Ώς την ώρα που η τρελή
Πνίγει την μικρή Κυρία

Που τη νόμισε παιδί

Κ’ έτσι ο Δικαστής μονάχος
Προτιμά να σκοτωθεί

Εκεί κάτω στο ποτάμι
Θάψανε το Δικαστή

Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και την πίκρα μου ποτίζει

Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζει μια νύφη ερημική

Που σαν τέλειωσεν ο γάμος
Έφυγε ο γαμπρός το βράδυ
Και δεν ήρθε την αυγή

Έτσι η νύφη στολισμένη
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Έγινε κι αυτή κραυγή



 Το κοιμητήριο της Παιανίας είναι σαν Κεραμεικός.

.....έχει τη συγρατημένη θλίψη το φως του των επιτυμβίων.
Ο Μάνος κοιμάται δίπλα στη Φλέρη Νταντωνάκη, με μιά μοναχική ελιά και μιά πλάκα επιτύμβια με σταυρό.
…Τα ποιήματα του Μάνου ραγίζουν την ψυχή.....

..... Ξανά και ξανά, όπως όταν ο Μάνος τράβαγε το πιάνο αντί για την καρέκλα του και άρχιζε τις πρώτες νότες  του

"Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι"

 κι ο παράδεισος γινόταν απτός…




 Μάνος Χατζιδάκις: Ο “ποιητής” των ονείρων μας

Τώρα που ζω μαζύ σου βαθειά και απόλυτα, θέλω να μάθεις ποιός υπήρξα, ποιός είμαι, τι σκέφθηκα, πώς έζησα και τι συνέθεσε αυτό που οι άλλοι συνηθίσανε να αποκαλούνε παρουσία.

Μάνος Χατζιδάκις
1 Νοεμβρ. 1965


Μάνος Χατζιδάκις: Ο “ποιητής” των ονείρων μας

Τώρα που ζω με τον εαυτό μου βαθειά και απόλυτα, θέλω να μάθω ο ίδιος ποιός υπήρξα, τι σκέφθηκα, πώς έζησα και τι είναι αυτό που συνθέτει τη μελλοντική μου απουσία

Μάνος Χατζιδάκις
1 Ιανουαρίου 1980





  Στον Νίκο Γκάτσο

Η γη καθώς τον γέννησε,
τον στόλισε πράσινα φύλλα της ιτιάς,
του έλατου και της ελιάς.
Μα η σκέψη του τον βύθισε
στης πολιτείας την άσφαλτο
κ’ έγινε πέτρα αρχαϊκή
στη μνήμη των εφήβων.

_Μάνος Χατζιδάκις_


  Μάνος Χατζιδάκις: Ο “ποιητής” των ονείρων μας
Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.

Μάνος Χατζιδάκις



 
 Στον Οδυσσέα Ελύτη

Ό,τι χάραζε σε στίχους τάπαιρνε
η θάλασσα πούχε στα χέρια του.
Ό,τι ζωγράφιζαν τα χείλη του
τάσβηνε ο ουρανός πούχε στα μάτια του
κι έτσι δεν μπόρεσε να δει αν έπρεπε
να παραμείνει Αττικός ή Αιγαιοπελαγίτης.

_Μάνος Χατζιδάκις_





 Σχέδιο για ένα Δημοτικό τραγούδι

Ένα παιδί τριανταφυλλί
ήρθε μου πήρε το φιλί
κι έγινε δέντρο αμάραντο
μεσ’ στη παρθένα πλάση.
Δεν τη γνωρίζω την ιτιά από την πέρα όχθη,
δεν την ανάβω τη φωτιά σ’ απρόσιτη κορφή.
Λυθήκανε τα χέρια μου, λύγισε το κορμί μου,
εκεί που δέντρο ατίθασο σκύβει για να λουστεί.
Εκεί που η νύχτα χάνεται μεσ’ στ’ ουρανού τα δάση,
εκεί που εσύ περίμενες τ’ άστρο σου να σβηστεί.
Ποιος θα μπορούσε να το πει
πως ήμουν ήλιος το πρωί
και μια φωτιά τη Δύση.

_Μάνος Χατζιδάκις_




 δυστυχώς, λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω τις εκδηλώσεις για τα 20 χρόνια από το φευγιό του.......
κι έτσι, σήμερα, θέλησα σε μία σειρά αναρτήσεων με πίνακες ιμπρεσιονιστών και ποίησης δικής του, να πω το δικό μου ταπεινό "ευχαριστώ"  ..... για όλη τη γλυκα που έχει ποτίσει την ψυχή μου η μουσική του....




  Ένα κορίτσι λυγερό

Ένα κορίτσι λυγερό
φεγγαροχτυπημένο,
με ζουρνά ξετρελαμένο.
Μεθά χορεύει και πηδά
πάνω από νέφη και φωτιές,
τον ερχομό του τραγουδά
μέσα σε δάση από ιτιές.
Το κορίτσι θα τον φέρει
σ’ άγνωστα λημέρια
να χτυπήσει θάλασσες,
να καρφώσει αστέρια.
_Μάνος Χατζιδάκις_





 Στον Γιώργο Σεφέρη

Από τη Μικρασία μετά την καταστροφή,
ένας αστός ξεκίνησε με μια βαλίτσα
αναμνήσεων στο χέρι, γύρισε χώρες μακρινές
και πολιτείες άγνωστες, μάζεψε ακριβό υλικό
και συνταγές, μέτρα, ρυθμούς και χρώματα
και τέλος γύρισε στη χώρα του, έχτισε με τα χέρια του
σπίτι σημερινό κι ελληνικό, εμπήκε μέσα, κλείδωσε
και από τότε πια κανείς δεν τον συνάντησε στην αγορά.

_Μάνος Χατζιδάκις_




 Νικητη.... Χαλκιδικη....
το απολαυσα....
μεχρι το τελος......
με τα ματια δακρυσμενα.....
ηταν φτιαγμενο με τοση τρυφεροτητα.....με τοση στοργη....με τοση ψυχη....
κι οταν πηγα να σχολιασω....
δεν υπηρχε τιποτε.....
ουτε βιντεο....
ουτε εικονες.....
ουτε εκεινες οι ξεχωριστες μουσικες επιλογες ....
τιποτα....
ειχαν ολα εξαφανιστει.....
μονο στην γευση της ψυχης....
χρωματα...κι αρωματα...

κι ο ευγενικος φιλος με την ξεχωριστη παρουσια, εγινε "null" ....

γ ι α τ ι . . . . . . . ;;;; 



 



 




 




 χαραξε η ανατολη....
 



κ α λ η μ ε ρ α 
κοσμε !!!!!!