.

.
.

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

Σατυρίαση ξανά (κείμενο: Ηλίας)


Σατυρίαση


Η καμπάνα χτυπούσε. Πένθιμα και αραιά. Στο μικρό χωριό Βουβά είχε προσγειωθεί μια βαριά θλίψη. Μικρό χωριό ο Βουβάς, ξέρανε όλοι όλους κι αγαπιούνταν. Σήμερα ήταν η κηδεία του καημένου του γερο-Διαμαντή. Ο Διαμαντής ήταν ένας καλούλης ανθρωπάκος, δεν ενόχλησε στην ήσυχη ζωή του ποτέ κανέναν. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Όλοι στον Βουβά ζούσαν περιμένοντας τον γερο- Διαμαντή, γιατί ο Διαμαντής ήταν ταχυδρόμος. Ξεκίναγε από το πρωί και έφερνε βόλτα όλα τα πέτρινα σοκάκια του Βουβά. Τον είχαν ζήσει όλοι οι χωριανοί, μαζί του, και στις χαρές και στις λύπες. Πρασινομάτες Κρητικοπούλες, όμορφες κοπελιές σαν τα κρύα τα νερά στέκονταν στο παραθύρι, περίμεναν και μόλις ακουγόταν το «Ντριννν» από το ποδηλατάκι του Διαμαντή, να: ερχόταν απ’ την γωνία, κι οι πρασινομάτες αναψοκοκκίνιζαν. Γράμμα του αγαπημένου τους από τον στρατό. Μαντιλοφορεμένες, υπομονετικές γιαγιούλες με σταυρωμένα τα χέρια, περιμέναν, περιμέναν, χρόνια πολλά το γράμμα του γιόκα τους απ’ το Μεγάλο Κάστρο, το Ηράκλειο. Μερικές δεν ξέρανε να διαβάζουν τα Ελληνικά που μάθαιναν να γράφουν στα παιδιά στο σχολείο. Ξέρανε να παρλάρουν μεταξύ τους διαλέκτους που δεν γράφονταν πια. Κι έτσι, όταν ερχόταν ο Διαμαντής, μπονόρα-μπονόρα με το κουδουνιστό ποδήλατό του, τον έβαζαν να τους διαβάζει τι νέα από το Ηράκλειο έλεγε το παιδί. Κι ο καημένος ο Διαμαντής τους τα διάβαζε πάντα ωραία και καλά, έβγαζε όλους τους ξενιτεμένους του πέτρινου Βουβά να έχουν τακτοποιηθεί, να έχουν μια καλή και ευχάριστη δουλειά στο μεγάλο, μακρινό Ηράκλειο. Ο Διαμαντής ήθελε να ’ναι όλοι χαρούμενοι.
          Τα τελευταία χρόνια ο Διαμαντής είχε γίνει ένα σεβαστό γεροντάκι. Ζούσε με τη γυναίκα του, την άλλοτε ποθητή Ρηνιώ σ’ ένα σπιτάκι στην πλατεία του χωριού, πίσω απ’ τον μεγάλο πλάτανο. Αγαπημένος όλων, συνέχιζε να βολτάρει τα λιθόστρωτα με το ποδηλατάκι του. Όλοι τον αγαπούσαν κι όμως όλοι ξέρανε πολύ λίγα για αυτόν. Η λογική θα μας έκανε να περιμένουμε σήμερα έναν Βουβά βουτηγμένο στα δάκρυα και τη θλίψη. Μια μορφή του παλιού χωριού είχε πεθάνει. Ναι, το φαντάζομαι, ένας Βουβάς βουβαμένος, σκυμμένος και κατηφής. Ωστόσο, κάτι φαινόταν να μην πηγαίνει καλά τη σήμερον ημέρα. Θες που δυσκολεύονταν να κλείσουν την κάσα του μακαρίτη του Διαμαντή, θες που ο καιρός ήταν ανώμαλα ζεστός για Γενάρη μήνα, ο ήλιος έλαμπε, δεν ξέρω. Για να μην τα πολυλογώ, στην αυλή του Αη-Γιώργη, της εκκλησίας όπου θα ετελείτο η εξόδιος ακολουθία, βρισκόταν όλος ο Βουβάς. Ένας Βουβάς λυμένος απ’ τα γέλια, γέροι και νέοι ξεκαρδισμένοι. Άτιμε Διαμαντή, τι σκάρωσες και γελάνε όλοι; Τόσο απάνθρωποι είναι; Μα, να μη κλαίνε το χαμό σου;
          «Μα να μην κλείνει η κάσα;»
          «Εγώ μαθές, τ’ άκουσα καθώς στα λέγω. Πριχού τόνε καπακώσουνε, πασχίζανε, λέει, τόνε δέσαν απ’ τη μέση με δυο σεντόνια, και φέρανε ειδικό πανταλόνι, τρεις χέρες πιο φαρδύτερο! Ε, ρε το έρμο το ξόδι του!»
          «Αμέ, με την κάσα ίντα γινε; Τρούπησε στη αρχή το από πάνω τση, κ’ έφερε ο νεκροθάφτης άλλο, άλλο ξύλο…»
          «Τέτοιος ήντονε από πάντα ο Διαμαντής κι ας μη του φαινόντανε. Ήθελε να κάμει σαματά. Όντε ήμουνα νια και περίμενα απόκριση τ’ αντρούλη μου απ’ το αντάρτικο –διαολεμένε Βενιζέλε, ωραίος, αντάρτης και ηγέτης, αλλά μας τα είχες πρήξει πολύ να πούμε- ε, περίμενα γράμμα απ’ το Μανολιό μου κι ο Μανολιός δε γιάγερνε… Και φάντης μπαστούνης ένα πρωί, ο Διαμαντής! Εμπούκαρε στο σπίτι σα σίφουνας και δεν εκούναε ρούπι, καθόντανε με τσ’ ώρες. Τ’ ακούς τρελοκαμπέρω Αννιώ; Θαρρείς ήσουν η πιο ομορφότερη τάχα μου, τότε! Δύο ώρες, δύο ώρες το λιγότερο! Κι όχι μια βολά, καθημερνά!»
          «Ρώτηξε κ’ εμένα! Σε μένα καθόντανε τέσσερις κακομοίρα Κυριακούλα! Μια βολά, νά σου τονε! Μπονόρα-μπονόρα και να του λέω Χριστιανέ μου είμαι βαρεμένη, δε μπορώ! Το ’φερνα από ’δω, το ’φερνα από ’κει, ντιπ! Να του ματαλέω, 8 το πρωί, δε μπορώ, κι’ ατός του εκειά, ακούνητος! Ε, τι να έκαμα, στάθηκα σαν τη μπετροπέρδικα… Αλλά, τα μισοκατέχεις τσ’ εσύ…»
          «Αέρας κοπανιστός, φίλε Κωσταντή, αέρας κοπανιστός. Όλο χαζεμάρες είναι οι κιαμένες. Ο Διαμαντής ήντονε ένας υπαλληλάκος του ταχυδρομείου. Τα μιλούσε ωραία, ήντονε όλο καλαμπούρια, αλλά τ’ αποδέλοιπα που λένε γι’ αυτόν, αθιβολές και παραμύθια τω γυναικώ, για να γελάμε!»
          «Κιαμ’ ίντα γερο-Νικολιό! Αθιβολές και ψόμματα! Σιγά μη… ο Διαμαντής; Με το ποδηλατάκι και τη σέλα ολημερίς στον πισινό του; Ο ψεύτης με το ψόμα του εκέρδισε ένα τάσι, τόση είναι κ’  η αξία του κι ας βλέπει μη τη χάσει! Χαχα…»
          «Εγώ κι αν είμαι είκοσι χρονώ, μικιό κορίτσι και δεν έχω ζήση γιομάτη ακόμη, είμαι σίγουρη πως κάτεχω καλά κ’ εχτιμώ σωστά τον γερο- Διαμαντή! Καλέ κυρά-Ρηνιώ, δε φέρνεις ένα κομμάτι από κέηκ για το γερο-Κωσταντή; Πεινασμένο τόνε βλέπω…»
          Κι όλο κάτι γέλια αμούστακων μπομπίρων κι όλο κάτι κάζα και πλάκες κι ένας στωικός παπάς με το παπαδάκι να παιδεύονται να μη γελάσουν. Σα δε ντρέπονται, λέω ’γω…
          Ο γερο- Διαμαντής ήταν ένας καυλοπυρέσσων άνθρωπος. Ο καημενούλης έπασχε από σατυρίαση. Σαν τον αρχαίο θεό, τον Πρίαπο, δεν μπορούσε να τιθασεύσει το μόριό του. Μεγάλος πια, άκουσε κάποτε για την διάσπαση του ατόμου, έτσι, σε μια συζήτηση στο καφενείο και νόμισε πως θα διασπάσουν και το μόριο. Κωλοχάρηκε είναι η αλήθεια. Αλλά πού; Η καύλα-καύλα… Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Όπως όταν πήγαινε το γράμμα, στις χήρες και στις παρατημένες και τις κερνούσε και γλυκό. Και τώρα; Ακόμα και τώρα. Όρθιο εκεί, να στέκει, φίδι, αναμμένη λαμπάδα και δαυλός. Οι κυρές που ήρθαν να πλύνουν το «νεκρό» του σώμα, τα χρειάστηκαν. «Μωρή κουζουλάθηκες; Σταμάτα σα δε ντρέπεσαι, πεθαμένο άθρωπο να τονε φιλείς! Εκειά! Σταμάτα μωρή!» είπε η κυρα-Κούλα. Η γυναίκα του, η Ρηνιώ, πάσχισε με σεντόνια και σχοινιά να το τιθασεύσει. Αυτό εκεί. «Θα τονε καπακώσω» λέει και στην απότομη απόπειρά της τρύπησε το καπάκι της κάσας. Και φέραν άλλο καπάκι, από ξύλο διαφορετικό και φαινόταν η διαφορά. Κι έβλεπες τώρα όσους τον αγαπούσαν, τον καημένο τον Διαμαντή, να γελάνε, να ’χουν ψοφήσει απ’ τα γέλια. Κι έβλεπες έναν Θάνατο απλωμένο πάνω απ’ τον Βουβά, με το δρεπάνι και τη μαύρη κάπα του. Έναν Θάνατο τσαντισμένο, να δαγκώνει τα χείλη και να χτυπάει χάμω το δρεπάνι και να μονολογεί βραχνά:
          «Κανείς δεν με υπολογίζει σε τούτο το χωριό! Ου να μου χαθείτε παλιοτόμαρα! Θα σας θάψω ούλους! Ό,τι κι α φέρει η ανατολή, η δύση θα το πάρει.»
         
         
Κάτι χρόνια μετά…


Ο Ντίμης είναι εγγονός του Διαμαντή. Πηγαίνει στο Τριακοσιοστό Τρίτο Δημοτικό Ηρακλείου. Εδώ και χρόνια που ήρθε η οικογένεια στο Ηράκλειο, ο Ντίμης ξέμαθε από τα κρητικά. Άντε ένα παχύ «και» να πετάξει πού και πού. Ο παππούς, ο Διαμαντής ο Σκληροκεφαλάκης με τ’ όνομα, ταχυδρόμος στο επάγγελμα έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Ο γερο-Διαμαντής έπαιζε λύρα. Αλλά όχι. Ο μπαμπάς του Ντίμη θέλει να έχει ευρωπαϊκή παιδεία το παιδί. Κι έτσι στέλνει το Ντίμη να μάθει πιάνο. Όχι μόνο πιάνο. Και Οδηγούς τον στέλνει, και κατηχητικό στον Άη-Μηνά και δεν συμμαζεύεται… Εκείνον τον έρμο το Ντίμη όταν έρχεται το Σάββατο τον πιάνει μια απελπισία. Κι αυτό το Σάββατο ειδικά που έχουν και πάρτυ αποκριάτικο με το σχολείο, δεν μπορεί άλλο.
«Φουήτ φουήτ! Φουήτ φουήτ!» σφύριξε δυνατά ο μπαμπάς του Ντίμη, ο Νικολιός ο Σκληροκεφαλάκης με τ’ όνομα. «Τι σφυράς ρε πατέρα; Σκύλος είμαι; Ξύπνησα…» απεκρίθη βαριεστημένα ο Ντίμης. «Έλα, έχεις πιάνο με την Αννιώ» επέμεινε ο μπαμπάς. Ναι, πιάνο… Άσε μας ρε μπαμπά που κάνω πιάνο. Εγώ θέλω να παίξω κανένα τραγουδάκι του (((()))))) κι εκείνη η δασκάλα η Άννα όλο να με μάθει την ενάτη του Μπετόβεν θέλει, την «Ωδή Στη Χαρά!» Χαρά στην ωδή… Μια βλακεία και μισή είναι και ποτέ δεν την καταφέρνω δύο χρόνια τώρα. Κάθε φορά η κυρία Άννα –πολύ όμορφη η κυρία Άννα, αλλά μεγάλη γαμώτο- κάθε φορά, αφού έχει κουραστεί με το πιάνο και την αδυναμία μου με βάζει να χτυπάω το τραπέζι της σα χαζός, να μάθω τους ρυθμούς λέει. «Αυτό είναι ρούμπα, αυτό είναι βαλς» Ούτε εκεί τα καταφέρνω. ‘Ύστερα δεν μπορεί πια άλλο, πάει στην βιβλιοθήκη και βγάζει την «Κάρμεν» του Μπιζέ με την Μαρία Κάλλας και την ακούμε στο πικάπ. Πάλι καλά που κάνει αυτή την κίνηση, ωραία είναι να ακούμε την «Κάρμεν». Πρέπει να είχε πολλά λεφτά η Κάρμεν, γιατί κάθε φορά τραγουδάει χαρούμενη.
Αυτό το πρωινό Σαββάτου δεν έχει κάτι το διαφορετικό. Μόνο που σήμερα ο μπαμπάς Νικολιός πρέπει να ανέβει στο Ζαρό να φέρει κάτι κρασιά που έχει καπαρώσει κι έτσι το Ντίμη θα πάει στους Οδηγούς η κυρία Άννα. Στα γρήγορα, κουράζονται με το πιάνο, ξεπετάνε το τραπέζι, ηρεμούν άλλη μια φορά με την «Κάρμεν» κι ετοιμάζονται να πάνε στους Οδηγούς. «Πολύ ωραίος είσαι με την στολή Ντιμάκο!» λέει η κυρία Άννα. Τι το ’θελε; Κι εσείς κυρία πολύ ωραία είστε, κάθε φορά, ό,τι χρώμα φούστα κι αν φοράτε. Σας αγαπώ, εσείς με αγαπάτε; Θέλει να κάνει την πρώτη του ερωτική εξομολόγηση ο Ντίμης. Αλλά είναι μεγάλη η κυρία, πρέπει να είναι ίσαμε εικοσιτριών χρονών, έχει πάει και στο Πανεπιστήμιο που πάνε οι πολύ μεγάλοι με τα μούσια, άσε καλύτερα…
«Έλα θα σε βοηθήσω να ανεβείς» λέει η κυρία Άννα στο Ντίμη και τον ανεβάζει στο μηχανάκι. Πότε θα ψηλώσει επιτέλους, να ανεβαίνει μόνος του; Είναι η πρώτη του φορά σε μηχανάκι. Ο Ντίμης φοβάται. Στο Ηράκλειο μέσα έχει πάρα πολύ κίνηση, κι ώσπου να φτάσουν στη Φωλιά με τους Οδηγούς, ο Ντίμης πάει να σκάσει. «Πιάσου καλά παιδί μου!» φωνάζει η κυρία Άννα. «Θα πέσεις!» Αλλά ο Ντίμης δεν πιάνεται. Τι να την πιάσει; Η κυρία Άννα είναι ωραία και έχει βυζιά. Άμα την πιάσει καταλάθος στα βυζιά της; Κι αν βγάλουν γάλα και λερωθεί; Δεν μπορεί να το κάνει αυτό! Θα τον κοροϊδεύει μετά. «Πιάσου μη σε αφήσω και πας με τα πόδια αφαιρεμένο!» Ο Ντίμης υποχωρεί. Πιάνεται από τα πλάγια του δερμάτινου μπουφάν της. Ωραία υφή έχει. Σαν τη φλοκάτη στο σπίτι. Αλλά, ξαφνικά, κάτι ανάμεσα στα ποδαράκια του Ντίμη κουνιέται. Μα δεν του έρχεται να πάει για πιπι. Τι πράγματα είναι αυτά; Λες να τον καταλάβει η κυρία Άννα; «Κράτα με σφιχτά» του λέει. Κι εκείνος πασχίζει μην ακουμπήσει το πουλάκι του που έχει γίνει όπως όταν πάει τουαλέτα στο παντελόνι της. Αγωνία. Τι θα γίνει αν τον καταλάβει; Ένα φορτηγό περνά ξυστά από το μηχανάκι τους. Ο Ντίμης πάει να τα κάνει από τον φόβο του και γραπώνεται κολλητά από την κυρία Άννα. Αυτό ήταν, τον κατάλαβε κι ούτε μάθημα θα του κάνει κι ούτε θα μπορεί να την κοιτάει όταν κλείνει τα μάτια κι είναι τόσο όμορφη όποτε ακούνε την «Κάρμεν». Πω, πω ντροπή. «Έλα, κατέβα, φτάσαμε Ντιμάκο!» του λέει. Ρε δεν κατάλαβε τίποτα; Ουφ… Μια ανακούφιση, για να μην πώ αννακούφιση κυριεύει το Ντίμη.
Δυο ώρες με κουκλοθέατρο, πτυχία και τραγουδάκια για την κατασκήνωση περνάνε ήρεμα στους Οδηγούς. Κάποια στιγμή ο Ντίμης αναρωτιέται γιατί δεν τον πήγε ο μπαμπάς στους Προσκόπους, εδώ στους Οδηγούς όλο κορίτσια είναι κι όλο κουτσομπολεύουν. Βέβαια είναι πολύ όμορφες, αλλά όλο μεταξύ τους μιλάνε. ‘Ήρθε το μεσημέρι και πάει σπίτι, η μαμά έχει φτιάξει καλαμαράκια αλλά έχει τα νεύρα της. Μετά ο Ντίμης χαζεύει λίγο την πανέμορφη Λώρα Ίνγκλς από το Μικρό σπίτι στο λειβάδι. Πότε έφτασε το απόγευμα και πρέπει να ντυθεί πειρατής για το πάρτυ; Ντύνεται κι ο μπαμπάς τον πάει βιαστικά με το Skoda του στο «Σκάνδαλο» τη ντισκοτέκ που γίνεται το πάρτυ μασκέ. Ο Ντίμης έχει ξεχάσει το σπαθί του στο σπίτι κι είναι πολύ τσαντισμένος. Τουλάχιστον πήρε τον γάντζο του και μοιάζει με τον Κάπτεν Χουκ.
Κάθεται ήρεμος στο μπαρ. Πίνει σιγά σιγά την πορτοκαλάδα του. Γαμώτο, έχει ανθρακικό και τον καίει… Τα κορίτσια χορεύουν το «Πόσο μ’ αρέσει ο τρόπος που μ’ αγαπάς» και γελάνε. Κάποια στιγμή ο ντιτζέη βάζει να παίξει το «Γιάνκα». «Α, σήκω να χορέψουμε! Τώρα!» λέει η μικρή Βενίτα στο Ντίμη. Τι να κάνει σηκώνεται. Τα άλλα παιδιά έχουνε κάνει τρενάκι κα χορεύουνε γύρω γύρω στο «Σκάνδαλο». Κι ο Ντίμης στην ουρά, η Βενίτα μπροστά του. Κάποια κοπέλα πίσω του τον σπρώχνει και κολλάει πάνω στη Βενίτα. Πάλι τα ίδια, το πουλάκι του Ντίμη κουνιέται σα το φιδάκι τον αστρίτη. Ακουμπάει τη φούστα της Βενίτας που έχει ντυθεί Βασίλισσα του Χιονιού. Πω, πω, θα τον καταλάβει, αυτή τη φορά δεν την γλιτώνει. Πρέπει να κάνει κάτι. «Συγγνώμη, με παίρνει ο μπαμπάς στο κινητό!» φωνάζει απότομα και τρέχει για την τουαλέτα. Μπαίνει μέσα, γδύνεται, κοιτάει χαμηλά και κλαίει…

Ειδύλλιο αστικό


Μόνιμοι Στύλοι

του Ηλία Κολοκούρη



Ειδύλλιο αστικό





Μέσα σε όνειρο ήρθε εκείνη. Η άτιμη, η πεταλώτρια αλόγων και παράλογων προσδοκιών. Ήρθε κι όλο μπούρου μπούρου, σα τη μπουρού του Τέλη του ψαρά στο αυτί εκείνου, που ο Τέλης έχει πια εντελώς κουφαθεί κι άμα βάλει όστρακο στο στόμα του δεν αφήνει ου για ου.

Ω, κι όταν ήρθε εκείνη, η μία, η μοναδική, η που άλλη τέτοια δεν υπάρχει. Ήταν μεγάλη ευκαιρία όταν την είδε εκείνος. Έλαμπε από νιότη, έσφυζε από απογοήτευση κι ήταν όσο πιο ευάλωτη γίνεται. Κι όλα κυλούσαν σε έναν παρατεταμένο παρατατικό, που όλα αιώνια τα κάνει κι είναι πολύ βολικός για τους μέτριους που καμώνονται πως γράφουν.

Πολεμούσαν με πράσινες άγουρες ντομάτες για να φθάσουν ως εδώ. Κονιορτοποιούσαν αδέσποτες κοκκινωπές πασχαλίτσες για να ’ναι άδειο το μονοπάτι κι ελεύθερος ο λασπερός δρόμος. Ξεκάνανε κι ίσαμε με δυόμισι ντουζίνες, δηλαδή πέντε εξάδες ή αλλιώς έξι κώμα έξι σκώμμα έξι έξι έξι τεσσεραμισάδες δεκαοχτούρες που αφόδευαν στα μπαλκόνια της και δεν μπορούσε ο Περικλής ο περίεργος να πάρει μάτι, κι όλο εις μάτην να προσπαθεί τις ρώγες του σταφυλιού της Αλίκης να δει.

Ήταν ωραία τούτη η μάχη. Ξεπερνούσαν διαρκώς τους εαυτούς τους συντρόφισσες και σύντροφοι. Αλλά παραμένανε σύντροφοι, τρέφονταν με τις ίδιες πάστες φλώρες, τι κι αν οι κένταυροι τους λέγαν φλώρους. Εκείνοι, τα δυό τους είχαν τα αυτιά τους κλειστά στις σειρήνες. Τα αυτά τους ανοιχτά, σε θέα κοινή, για περάστε, για περάστε, τάχα ψάχνεστε, πού να ’στε;

Ή αντίσταση ήταν απέναντι από τη στάση Κοτοπούλη, κι εκείνος, ο Περικλής, πήγαινε συνέχεια εκεί αν και φοβόταν για διοξίνες και νόσους των πουλερικών. Μαζεύονταν εκεί και κακάριζαν ίσαμε το πρωί, κι ο Γαβριήλ έκανε έναν πολύ κουφό ήχο με το πόδι του σα να κλάνει μηρμύγκι. Κάποτε είχαν πια φτάσει στο Αμήν κι ο Γαβριήλ σηκώθηκε απ’ τον τοίχο που τον είχαν βάλει για εκτέλεση οι αγιογράφοι, όπως τότε με την Κατοχή, σηκώθηκε ο Γαβριήλ κι άρχισε να μοιράζει ψωμί κι οίνον στα παιδιά. Αρχικά σκεφτόταν να φέρει καραμέλες, αλλά μετά είπε, Κοτζάμ Γαβριήλ, με τόσα φτερά, θα τους φανούν ύποπτες οι καραμέλες.

Κυνήγι που τράβηξε αυτός ο έρως. Ανοίγανε τρύπες στους τοίχους, χώνανε εκεί μέσα τα χέρια τους κι ελπίζανε να τους περάσουν για κουλούς και να τους λυπηθούνε. Αλλά πώς και πότε ξεκίνησαν όλα αυτά;

Ήταν ημέρα Τρίτη. Εβδομάδα δεύτερη των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας για την δολοφονία του μαθητή Γρηγορόπουλου. Φορά πρώτη που η Αλίκη θα κατέβαινε σε πορεία. Μαθήτρια Δευτέρας Λυκείου η Αλίκη, όχι ιδιαιτέρους πυρηνικής οικογενείας. Σα τσαντισμένο ηλεκτρόνιο ήθελε όλο να φύγει. Καταγωγής Σαλονικιώτικης, τουτέστιν με ελευθερίες και ταξίδια συχνά δίχως ενοχές για το απουσιολόγιο.

Τον προηγούμενο μήνα η Αλίκη πήγε στην Σαλονίκη για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Εκεί, σε ένα πάρτυ στο Residents η Αλίκη γνώρισε τον Χέσους, έναν θεότρελο και όμορφο Ισπανό που της πούλησε φούμαρα κι έρωτες, ή μάλλον για την ακρίβεια της πούλησε ένα μικρό μπουκαλάκι LSD.

Η Αλίκη ήθελε μέρες τώρα να κατέβει στις πορείες, αλλά φοβόταν. Σήμερα, ημέρα Τρίτη αποφάσισε να το τολμήσει. Όπως τότε, στο Γυμνάσιο, που τα ζήτησε στον Αλέξη ωσάν ξετσίπωτη, αλλά για να πάρει θάρρος είχε πιει πρώτα δύο Gordons Space, έτσι και σήμερα. Πήρε τον ηλεκτρικό και κατέβηκε απ’ τα Άνω Πατήσια στην Ομόνοια. Βέβαια, πρώτα τίναξε στη γλωσσίτσα της με το σταγονόμετρο δύο σταγόνες LSD, στην τσέπη την ταυτότητά της κι αυτά. Στη διαδρομή στον ηλεκτρικό έβλεπε πράσινες φωτιές απ’ τα παράθυρα και θηλυκές στρουθοκαμήλους να παραπονιόνται όρθιες που πάλι δεν περνάνε τα τρόλεϋ απ’ την Σταδίου.

Έφτασε κάποια στιγμή στην Ομόνοια κι ανηφόρισε στην Πανεπιστημίου. Δεν ήξερε και πολύ από κέντρο, σχολείο πήγαινε στο Κολλέγιο Αθηνών. Ωστόσο, αφού συνάντησε διάφορους αδιάφορους ελαστικούς ελέφαντες και αλκοολικές αρκούδες, συνάντησε και τη φίλη της τη Νεφέλη στο ύψος των λουκουμάδων, Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τρικούπη, λουκουμάδων απαύγασμα.

Η Αλίκη κρατήθηκε και δεν είπε στη Νεφέλη ότι η μύτη της τής φαινόταν πολύ πουά σήμερα, κι έτσι οι δύο συμμαθήτριες άρχισαν να πορεύονται διαμαρτυρόμενες για χοιρινά και λοιπά λιπώδη όργανα της τάξεως. Κάποια στιγμή έφτασαν Σταδίου και Αιόλου. Κι εκεί άνοιξε ο ασκός του Αιόλου που είχε μέσα λιποθυμιογόνα.

Εκεί βρισκόταν ο Περικλής, περικυκλωμένος από άλλα χοιρινά. Καταγωγής Καλαματιανής ο Περικλής, τουτέστιν Sweet Home Kalamata, where the grasses grow high! Αλλά όχι. Ο Περικλής ήταν από μια φτωχή, στο νοίκι συνεχώς και συνετή οικογένεια. Ο μπαμπάς ευπρεπώς υπάλληλος του δήμου –ειλικρινώς σκουπιδιάρης– κι η μαμά γκραν μέτρ της χοτ κουτούρ –ειλικρινώς μοδίστρα–.

Ο Περικλής τα πήγαινε καλά στο σχολείο, ήθελε να σπουδάσει Θεατρικές Σπουδές, αλλά κάπου εκεί στη Δευτέρα Λυκείου κατάλαβε ότι πρέπει να βγάλει λεφτά. Τσαντισμένος, πήγαινε στις καταλήψεις, «Κάτσε καλά Γεράσιμε!» φώναζε κι άκουγε Χάρτινο Τσίρκο, άκουγε την αγάπη, Pink Floyd και Jimi Hendrix.

Αλλά έπρεπε να βγάλει λεφτά. Στα δεκαοχτώ, όλοι του οι φίλοι μετακομίσαν από την Καλαμάτα σε Αθήνες και Θεσσαλονίκες, φοιτητική ζωή και φοιτήτριες. Αυτή η μαγική κι άπιαστη λέξη. Κι ο Περικλής; Ο Περικλής μπήκε στις ειδικές δυνάμεις, βούλιαζε, βούλιαζε σε πισίνες Γενάρη μήνα, κόντευε να πνιγεί και μέσα σε τέσσερα χρόνια ο Περικλής είχε γίνει εικοσιδύο χρονών ΜΑΤατζής. Απ’ τους χειρότερους. Στα ντου στους διαδηλωτές έμενε πάντα πίσω κι όλο τον απειλούσαν οι διμοιρίτες.

Σήμερα, ημέρα Τρίτη, ο Περικλής είχε κουραστεί πια. Εβδομάδα δεύτερη των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας για την δολοφονία του μαθητή Γρηγορόπουλου. Φορά πρώτη που ο Περικλής θα άνοιγε ένα από τα πακέτα που του έστελνε ο θείος του απ’ την πατρίδα.

Sweet Home Kalamata, θεία τα ελέη σου. Άγρια χαράματα, τέσσερις το πρωί. Το μεσημέρι ο Περικλής θα έπιανε δουλειά Αιόλου και Σταδίου, και τώρα, μέσα στα άγρια χαράματα κάπνιζε χασισάκι άγιο της πατρίδας του, δίχως να χαιρετά γαλανόλευκες, κάπνιζε πρώτη φορά κι άκουγε ξανά και ξανά το Dark Side Of The Moon, και κάθε φορά ακουγόταν αλλιώτικο, σα να άνοιγε ένα κουτί με κάτι άλλο μέσα, σαν ατελείωτη μπάμπουσκα.

Είχε αποφασίσει να το πάει έτσι ως τις έντεκα. Μήνες τώρα είχε πέσει σε ένα διπολικό, άκρατη χαρά όταν άκουγε μουσική κι άπατη θλίψη όταν έφευγε για τη δουλειά. Και μανία καταδίωξης ότι θα καταλάβει κάποιος περαστικός πως αυτός, ο Περικλής, είναι ένας από εκείνους. Ένας παγωτατζής. Εεεε, ένας ΜΑΤατζής.

Πώς σκατά έμπλεξε σ’ αυτή την δουλειά; Δεν γινόταν υδραυλικός; Ν’ αναγκάζεται να κυνηγά κορίτσια με ράστα μαλλιά κάθε μέρα;

Οι καπνοί απ’ το στριφτό είχαν μεταμορφώσει την πειραιώτικη γκαρσονιέρα του Περικλή σε ψησταριά. Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί σαν ομπρέλες μαύρες.

Η ώρα πήγε έντεκα, ο Περικλής έστριψε άλλα δυό, δεν τον ένοιαζε αν θα τον παίρνανε πρέφα οι άλλοι. Άλλωστε είχε χρησιμοποιήσει RIZLA πράσινα μικρά κι αθώα σαν κανονικού σιγαρέτου. Το αποφάσισε. Θα κάπνιζε στο πόστο του, Σταδίου και Αιόλου κι ας πάνε στου διαόλου οι διμοιρίτες.

Η ώρα δώδεκα και μισή, ο Περικλής άναβε το δεύτερό του αμαρτωλό τσιγάρο. Τότε μια εντολή ήρθε, άνευ εξήγησης, ο διμοιρίτης ούρλιαξε «Πάνω τους!». Ο Περικλής δεν έφτυσε το τσιγάρο του, παρέλειψε να φορέσει αντιασφυξιογόνο μάσκα και κατέβασε ίσα το πλαστικό κάλυμμα του κράνους του, σχηματίζοντας έναν Ι.Χ. τεκέ γύρω από το πρόσωπό του. Ετοιμάστηκε απελπισμένος.

Μα ξαφνικά άρχισε να βρέχει λουλούδια. Η Σταδίου έγινε βοσκοτόπι για τα δύο παιδιά. Στα μπαλκόνια κατσικούλες βελάζανε κι ένα ρυάκι κυλούσε ως τον υπόνομο της διασταυρώσεως. Η Αλίκη είδε τον Περικλή. Κι ο Περικλής είδε την Αλίκη. Ο Περικλής είδε μιαν Αλίκη βοσκοπούλα, μια ζηλεμένη κόρη. Κι η Αλίκη είδε έναν Περικλή χαμένο ψαρά να κουβαλά κουπιά πάνω σε λόφους. Κι ύστερα πιαστήκανε χέρι με χέρι. Χορεύανε πάνω στις μαργαρίτες, πλέκανε στεφάνια απ’ τα μαραμένα λουλούδια της Κοραή, τραγουδούσαν σε ακατανόητες γλώσσες, τις αράχνες της Πολιτείας και του Κράτους ποδοπατούσαν και ταράντιζαν, ταράντιζαν, ταράντιζαν κι αιωρούνταν πάνω απ’ τη σάπια πόλη.

Ο Περικλής χάρισε στην Αλίκη την ανήλικη μια ερυθριούσα παπαρούνα, η Αλίκη στον Περικλή ένα λευκαντικό κρινάκι. Τα πουλιά κελαηδούσαν κι οι σειρήνες των σπασμένων των βιτρινών έκαναν μόκο. Μια ευωδία τυλιγμένη σε άνθινη ελευθερία γιόμιζε τον τόπο και τα δακρυγόνα σάπιζαν ληγμένα στα κλουβιά τους. Τα πέη ορθώνονταν και τα όπλα σκύβανε σκουριασμένα στις θήκες. Κι όπως τον έκτο χρόνο του Πελοποννησιακού πολέμου, ο Αθηναίος πολίτης Δικαιόπολις συνήψε χωριστή συνθήκη ειρήνης με τους Σπαρτιάτες.

Κι η Αλίκη με τον Περικλή έκαναν έρωτα στα λουλούδια επάνω. Κι ο καημένος ο μαθητής ξαναγεννιόταν.

ολυμπος...







 

φιλιά...

 




























φεγγάρι...